Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Νίκος Ζαχαριάδης – Αυτοβιογραφικό σημείωμα προς την ΚΕ του ΚΚΕ (15/08/1946)

Γεννήθηκα στις 27.4.1903 στην Αδριανούπολη. Ο πατέρας μου Παναγιώτης είταν από μικροαστική οικογένεια, τέλειωσε στην Πόλη τη Μεγ. του Γένους Σχολή, δούλεψε μερικά χρόνια καπνεργάτης, ειδικεύθηκε εξπέρ (πραγματογνώμων) στα καπνά και γίνηκε υπάλληλος στην Εταιρία Regie (Γαλλικό μονοπώλιο καπνών στην Τουρκία), όπου και δούλεψε σχεδόν όλη του τη ζωή ωσότου διαλύθηκε η Εταιρία αυτή το 1926 είτε 1927. Η καταγωγή του είταν απ’ τη Ρούμελη. Πέθανε στην κατοχή. Αντιδραστικός δε στάθηκε ποτέ, και ποτέ δε μούπε ούτε μια λέξη για το δρόμο που τράβηξα. Απτήν Πόλη ακόμα 1921-22 διάβαζε ευχάριστα τον τύπο μας, κυρίως του άρεσε η «Κομέπ». Μα ποτέ δε μπόρεσε να ξεφύγει απτήν υπαλληλική μικροα­στική ψυχολογία, απτό φόβο μη χάσει τη θέση του, μην πάθει τίποτε. Στην Ελλά­δα ήρθε το 1927 ή 1928 και δούλεψε ώσπου πέθανε σαν αποθηκάριος σε εταιρίες καπνού, και στα τελευταία του χρόνια στη Δράμα, στην αποθήκη του γαμπρού μου καπνέμπορα Μιχάλη Δρόσου. Ο πατέρας μου περιουσία δεν απόχτησε ποτέ, και όλη του τη ζωή την πέρασε σε μεταθέσεις, σαν υπάλληλος της Ρεζί, απ’ τη μιαν άκρη της Τουρκίας στην άλλη. Εμένα προσωπικά ο πατέρας μου μου στάθηκε ξένος από μικρό παιδί γιατί με χτυπούσε πολύ, εμένα εξαιρετικά, γιατί, όπως έλεγε, τούκανα αταξίες και τον έκθετα στον κόσμο. Στο σπίτι ποτέ δεν είχαμε πολυτέλεια, και ποτέ όσο έμενα στο σπίτι δε γνώρισα πείνα, αν και από μικρό παιδί θυμάμαι γκρίνια στο σπίτι γύρω απ’ τα οικονομικά. Ο πατέρας δεν έπινε ποτέ, ούτε και έπαιζε. Στα 1899, όντας, σαν υπάλληλος της Ρεζί, στα Άδανα της Κιλικίας (Μικρασία), γνώρισε και πήρε τη μάννα μου Ερατώ Πρωτόπαπα. Η μητέρα είνε και αυτή από μικροαστική οικογένεια. Η μητέρα της (γιαγιά μου) είταν απ’ τη Χίο. Ο πατέρας της (παππούς) είχε φύγει απ’ την πατρίδα του, το Καστρί της Κυνουρίας, νέος με τον αδελφό του Δημήτρη ζητώντας τύχη. Ο Δημήτρης τράβηξε για την Αλάσκα. Ο παππούς μου έφτιασε μπακάλικο, και μετά έκανε και ξενοδοχείο στα Άδανα. Τη μητέρα μου την προίκισε με μετρητά που οι γονιοί μου τ’ απόσυραν απ’ τον παππού μου λίγα λίγα όταν τα χρειαζόντουσαν. Στα 1900 γεννήθηκαν στα Άδανα οι δυο αδελφές μου Ιφιγένεια και Αλεξάνδρα (Φώφη και Σάσα), δίδυμες. Απ’ τα Άδανα μετατέθηκε στην Αδριανούπολη, όπου το 1903 γεννήθηκα εγώ. Το 1915, ξανά στα Άδανα, γεννήθηκε ο αδελφός μου Δημήτριος (Μίμης). Στα 1905 ο πατέρας μου μετατέθηκε στα Σκόπια της Μακεδονίας, πάντα σαν εξπέρ της Ρεζί. Στα Σκόπια πρωτοπήγα στο σχολείο της Ελληνικής κοινότητας. Στα 1908 πήγαμε τα παιδιά με τη μητέρα μας στα Άδανα για να δει τους γονιούς της. Εκεί έζησα την τουρκική συνταγματική μεταπολίτευση και τη σφαγή των Αρμενίων. Ξαναγυρίσαμε στα Σκόπια, όπου μείναμε ως τους Βαλκανικούς πολέμους. Απ’ τα χρόνια που μείναμε στα Σκόπια έμειναν μέσα μου πολύ ζωηρές και έντονες οι παιδικές εντυπώσεις και αναμνήσεις απτόν ένοπλο και εξοντωτικό αγώνα που έκαναν τα χρόνια εκείνα οι μακεδόνες, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Αλβανοί ενάντια στους Τούρκους και συναμεταξύ τους. Στα 1912 ήμουνα στη Θεσσαλονίκη όταν μπήκαν οι Έλληνες. Επειδή η Σερβία και η Ελλάδα δεν αναγνώριζαν τη Ρεζί, τον πατέρα μου τον μετέθεσαν στη Νικομήδεια στα 1913. Εκεί τελείωσα το δημοτικό εφτατάξιο σχολείο, και στα 1916-17 για 1 χρόνο πήγα στο γυμνάσιο στην Αδριανούπολη, όπου στο μεταξύ είχε μετατεθεί και βρισκότανε μόνος του ο πατέρας μας. Η μητέρα μου με τα άλλα τα παιδιά μείναν στη Νικομήδεια. Στην Αδριανούπολη στο γυμνάσιο μια παρέα από μαθητές (ανάμεσά τους και ο Τάσος ο Χαϊνόγλου [Χαΐνογλου]) πρωτομιλήσαμε για οικονομική δικαιοσύνη και σοσιαλισμό. Στα 1917 έβγαλα την 1η Γυμνασίου, και εδώ τελειώνει η σχολική μου εκπαίδευση. Γύρισα στη Νικομήδεια, όπου και έπιασα δουλειά και γω στη Ρεζί.

Τέλη 1918 με αρχές 1919 στη Νικομήδεια ένας κύπριος διερμηνέας στον αγγλικό στρατό, ο Ευριπίδης Αναστασιάδης, μου πρωτομίλησε συστηματικά για το σοσιαλισμό, τη ρούσικη επανάσταση, το Λένιν και τους μπολσεβίκους. Τότε είμουνα και αρχηγός της ομάδας προσκόπων. Παραιτήθηκα από αρχηγός γιατί δε συμφωνούσα με το θρησκευτικό προσανατολισμό του προσκοπισμού. Στα 1919 έφυγα κρυφά απτό σπίτι για να πάω εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό. Με πήρε χαμπάρι η μητέρα μου και με επέμβασή της στο στρατολογικό γραφείο ματαίωσε τη στρατολογία μου. Έτσι έμεινα στην Πόλη, όπου έπιασα δουλειά σαν υπάλληλος στον εξάδερφό μου καρβουνέμπορα Ανέστη Σεφεριάδη. Η δουλειά είταν επίβλεψη στις φορτώσεις και εκφορτώσεις στο λιμάνι, με συμμετοχή στη φυσική δουλειά. Εκεί γνώρισα τις πρώτες πείνες, γιατί η επιχείρηση ουσιαστικά χρεωκόπησε και ένα χρό­νο σχεδόν δεν πληρώθηκα.

Τότε έπιασα δουλειά στο λιμάνι σαν φορτοεκφορτωτής, και μετά σε ρυμουλκά και σε καράβια με ταξίδια στη Μαύρη Θάλασσα. Στα 1919 πρωτοπήγα στην Πανεργατική της Πόλης, οργάνωση αναρχοσυνδικαλιστική με προσανατολισμό προς τους I.W.W. (βιομήχανοι εργάτες του κόσμου). Μέλος της οργανικό δεν έγινα ποτέ. Εκεί γνώρισα τους Μάξιμο, Σκλάβο, Νικολαΐδη (Γέρο, Παππού), Σγουρή, Βάσο, Μιχαηλίδη, Σακαρέλλο, Τζινιέρη, Κριτικό και άλλους.

Στην Πανεργατική υπήρχε κομμουνιστικός πυρήνας που συνδεότανε με την Κ.Δ. Εκεί άρχισα και την πραχτική επαναστατική μου δουλειά. Στα 1921 οργανώσαμε τη Νεολαία Εργατών και υπαλλήλων με πυρήνα νέων κομμουνιστών, που είμουνα ο γραμματέας του. Στα 1922 και 1923 πήγα μπαρκαρισμένος σε καράβι δυο φορές στη Σοβ. Ένωση και γίνηκα μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουν. Νεολαιών της Σοβ. Ένωσης απτό 1921 με βάση τη Νεολαία της Πόλης. Στα 1921 έγινα και μέλος της Ναυτεργ. Ένωσης της Πόλης. Στα 1922 μέλος του Συνδικάτου Εργατών Με­ταφοράς της Σοβ. Ένωσης και της Διεθνούς Λέσχης Ναυτεργατών στη Θεο­δόσια.

Όταν έφυγα στα 1923 για τη Σοβ. Ένωση, είχα και σύνδεση και βεβαίωση να μείνω αυτού για σπουδές. Ο υπεύθυνος όμως της Κ.Δ. στην Οντέσσα δεν είταν πια εκεί, και έτσι η σύνδεση δεν έγινε. Επειδή όμως ύστερα απτήν ανακάλυψη λα­θραίου φορτίου στο καράβι που δούλεβα δε μπορούσε να γυρίσει στην Πόλη, το συνδικάτο Ναυτεργατών της Θεοδόσιας με έστειλε με δικά του πια έξοδα για σπουδές στη Μόσχα στην Κ.Ε. Ναυτεργατών και στη Γ.Σ. Εργ. της ΕΣΣΔ. Ξέχασα να πω ότι στα 1923 αναγκάστηκα βιαστικά και κρυφά να μπαρκάρω γιατί, με εντολή της οργάν. Νεολαίας, μαζί με τον Οδυσ. Τσικότα μπήκαμε στο σπίτι ενός Ρώσου εμιγκρέ, πράχτορα των άγγλων στην Πόλη, που έκανε τον κομμουνιστή και ερ­χότανε στα γραφεία της Νεολαίας, και του πήραμε μια σειρά από χαρτιά, ψεύτικες σφραγίδες που τον ξεσκέπαζαν. Στα 1923 έγινα και μέλος του Κ.Κ. Τουρκίας. Στη Μόσχα έφτασα στα μέσα του 1923, και με συστατικά απτά ρούσικα συνδικάτα πήγα στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των εργαζομένων της Ανατολής (Κουτβ) μα­ζί με το Νικολαΐδη (Παππού), ναυτεργάτη θερμαστή που κι αυτός είχε φτάσει στη Σεβαστούπολη απ’ την Πόλη (ο Νικολαΐδης ποτέ δεν είταν κομμουνιστής και πάντα έμεινε αναρχοσυνδικαλιστής· έγινε μέλος του Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και κατάντησε στα 1928-29 χαφιές μαζί με το Χατζαναστάση). Στο Κουτβ έμεινα ως τον Απρίλη του 1924, οπότε, σε συνδυασμό με τα γεγονότα στην Ελλάδα, πήρα την πρωτοβουλία και μια ομάδα απτούς Μενεγάκη-Κριτικό-Σκλάβο-Νικολαΐδη κάναμε αίτηση στην Κ.Δ. και αυτή μας έστειλε στην Ελλάδα, όπου και φτάσαμε τέλη του Μάη είτε αρχές του Ιούνη του 1924. Μαζί μας, χώρια όμως από μας, κατέβηκαν τότε και οι Μήτσος Σακαρέλλος και Στέλιος Αρβανιτάκης.

Μπήκα αμέσως σαν απλό μέλος στην Κ.Ν. της Αθήνας, και λίγο αργότερα στην καθοδήγησή της. Πρωτοπιάστηκα με προκηρύξεις σχετικές με τη Διεθνή Ημέρα Νέων, μαζί με ένα συνεργείο της Κ.Ν.Α. Μας άφισε ο ανακριτής. Το Σεπτέμβρη του 1924 η Κ.Ε. της ΟΚΝΕ μας έστειλε στη Θεσ/νίκη, που είχε δημιουργηθεί διάσταση ανά­μεσα στο εκεί μέλος της Κ.Ε. Ζακ Βεντούρα και την καθοδήγηση της Κ.Ν. Θεσ/νίκης γύρω απ’ το γιορτασμό της Δ.Η.Ν. Με πήραν στην καθοδήγηση της Κ.Ν., και μετά στην 3μελή γραμματεία της. Έπιασα και δουλειά σαν ειδικός γραμματέας της Κ.Ο.Ε.

Στις αρχές του 1926 με πιάσαν μαζί με άλλους συντρόφους για το Εθνικό και με κλείσαν στο Γεντί Κουλέ, απ’ όπου και έφυγα ύστερα από τρεις μήνες και συνέ­χισα τη δουλειά μου στη Κ.Ν.Θ. Στο ίδιο διάστημα με κοοπτάτσια η Κ.Ε. της ΟΚΝΕ με έκανε μέλος της και με κάλεσε στην Αθήνα, όπου βρέθηκα όταν κηρύχτηκε η δι­κτατορία του Πάγκαλου. Πήρα μέρος στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. που συνήλθε όταν κηρύχτηκε η διχτατορία αυτή. Μετά γύρισα στη Θεσ/νίκη, στη δουλειά της Κ.Ν. και στην καθοδήγηση της Κ.Ο., που είχε πάθει χτυπήματα. Το Μάρτη ή Φλεβάρη του 1926, με προδοσία του αρχείου Μπέσυλα, μ’ έπιασε στο δρόμο ο χαφιές Παππάς. Του έφυγα όμως ρίχνοντάς τον σ’ ένα λάκκο αρχαιοτήτων και έμεινα στη δουλειά μου στην Κ.Ο. και την Κ.Ν. Το διάστημα αυτό ξεσκεπάστηκε στην Κ.Ο. Θεσ/νίκης ο χαφιές Στέλιος Αρβανιτάκης. Την περίοδο αυτή που γινόντουσαν οι προεδρικές εκλογές, ένα μέρος απτήν καθοδήγηση της Κ.Ο. (τότε είταν 3μελής: Δ. Μαραγκός, Ζακ Βεντούρα και εγώ), για ν’ αποσπάσει και ατομικά ρουσφέτια, είχε ’ρθεί σε συνεννόηση με τον απεσταλμένο για τις εκλογές απ’ τον Πάγκαλο στη Θεσ/νίκη ταγματάρχη Παναγόπουλο για να διευκολύνει τη δουλειά του Πάγκαλου, που δεν ήθελε την αποχή (που απειλούσαν να κηρύξουν και όλα τ’ αστικά κόμματα) για να εμφανίσει την καλπιά που ετοίμαζε πιο νόμιμη. Σχετικά με τις εκλογές εγώ είχα κατεβεί στην Αθήνα στην Κ.Ε., που τότε την αποτελούσαν οι Λεφτ. Σταυρίδης και Λέαν. Κριτικός.

Εγώ ήμουνα υπέρ της αποχής. Η Κ.Ε. κατάληξε σε τούτο δω: να πάρει μέρος το Κ.Κ.Ε. στην προεδρική εκλογή με υποψήφιο το γέρο Βαλιανάτο, που τότε είταν εξορία σε ένα νησί. Επειδή όμως είταν δύσκολο να γίνουν οι δημοσιεύσεις (κυρίως να συγκεντρωθούν τα στοιχεία του Βαλανιάτου για να κατατεθεί η υποψηφιότητά του στον Άρειο Πάγο), αποφασίστηκε ότι για το αν και πώς θα πάρουμε μέρος τελικά στην εκλογή θα μας ειδοποιούσε η Κ.Ε. με το Λεωνίδα Χατζησταύρου της Κ.Ο.Ε., που θα κατέβαινε στην Αθήνα για να πάρει μέρος στο πανελλαδικό συνέδριο της Γεν. Συνομ. των Εργατών. Με αυτή τη γραμμή ξαναγύρισα στη Θεσ/νίκη. Αυτά γινόντουσαν 10-15 πριν τις εκλογές. Μέχρι την Παρασκευή πριν απ’ την Κυριακή της εκλογής, δεν πήραμε καμιά ειδοποίηση απτήν Αθήνα. Στο μεταξύ ο Μαραγκός συνέχιζε τις επαφές του με τον Παναγόπουλο υπέρ της συμμετοχής μας στην εκλογή. Ο Βεντούρας ταλαντευότανε. Τις ενέργειες του Μαραγκού τις μάθαινα κυρίως απ’ το Βεντούρα. Τότε έκανα το εξής: επειδή ο Μαραγκός εξέθετε την ΚΟΘ και το Κ.Κ.Ε. με τις ενέργειές του, του πρότεινα να ζητήσει άδεια για συγκέντρωση της ΚΟΘ στο Λευκό Πύργο. Ο Μαραγκός πήρε την άδεια απτόν Παναγόπουλο. Και η συγκέντρωση ορίστηκε για την Παρασκευή 2 μέρες πριν απτήν εκλογή.

Ύστερα από επιμονή μου κύριος ομιλητής μπήκα εγώ. Απ’ τους εβραίους ο Βεντούρας. Ο Μαραγκός επέμενε να μιλήσει και ο αδελφός του Γεώργος, που ο Παναγόπουλος κείνες τις μέρες τον είχε αποφυλακίσει. Εγώ δε συμφώνησα. Ο Γ. Μαραγκός όμως εμφανίστηκε στον τόπο της συγκέντρωσης για να μιλήσει. Αναγκάστηκα να τον διώξω. Μίλησα μόνον εγώ, ξεσκεπάζοντας με όση συνέπεια μπορούσα όλο το έργο της διχτατορίας και κηρύχνοντας αποχή. Τα σχέδια του Παναγόπουλου χάλασαν. Κανένας δεν περίμενε τέτοια ομιλία. Ο Βεντούρας τρομοκρατήθηκε, έστριψε και δε μίλησε. Οι εργάτες χειροκρότησαν την αντιδιχτατορική γραμμή. Έτσι τέλειωσε η συγκέντρωση. Στην εκλογή κάναμε αποχή. Αυτό επιβλήθηκε απ’ τα πράγματα, γιατί ούτε το κόμμα μπόρεσε να βάλει την υποψηφιότητα του Βαλιανάτου, μα ούτε και τα αστικά κόμματα, που είχαν κοινό υποψήφιό τους το Δεμερτζή, πήραν μέρος στις εκλογές. Κήρυξαν και αυτοί αποχή. (Ξέχασα πιο πάνω να πω τούτο δω: ο Λεφτ. Σταυρίδης είχε υποστηρίξει ότι, αν δεν καταφέρναμε να βάλουμε δικό μας υποψήφιο, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε το Δεμερτζή. Εγώ είχα αντιταχτεί στο σημείο αυτό απόλυτα, και δεν είχε καταλήξει η Κ.Ε. σε ξεκαθαρισμένη θέση πάνω στο ζήτημα αυτό. Τα γράφω όλα τα πιο πάνω γιατί, λίγο ύστερα από την εκλογή, με απόφαση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. κατέβηκα στον Πειραιά και ανέλαβα τη γραμματεία της ΚΟΠ, ενώ στη Θεσ/νίκη στάλθηκε ο Μοναστηριώτης. Αυτός και τότε και αργότερα, όταν προσχώρησε στο λικβινταρισμό, προσπάθησε τις συνεννοήσεις του Μαραγκού-Παναγόπουλου να τις φορτώσει σε μένα, και μέσα στο άναμμα της πάλης ενάντια στο λικβινταρισμό κυρίως σε μένα, ενώ και μόνη η γραμμή που βάλθηκε στη συγκέντρωση ξεκαθαρίζει το ζήτημα. Ο λικβινταρισμός μίλησε για συνεννόηση Κούτβη-Παγκάλου και χτύπησε κυρίως το ότι ο Παναγόπουλος έδωσε την άδεια για τη συγκέντρωση, χωρίς να θέλει να δει την πολιτική ουσία στο ζήτημα.

Απ’ το Μάη πάνω κάτω του 1926 δούλεψα γραμματέας στην ΚΟΠ, στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ, και διηύθυνα το Κεντρικό Αμί (αντιμιλιταριστική δουλειά). Στο μεταξύ (τέλη του 1925 θαρρώ) είχε γίνει το συνέδριο της ΟΚΝΕ στην Αθήνα. Πήρα μέρος σαν αντι­πρόσωπος της Θεσ/νίκης και είμουνα και εισηγητής. Βγήκα στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ.

Στην ΚΟΠ έμεινα μέχρι το Δ/βρη του 1926, οπότε αντικαταστάθηκα απ’ το Χεϊ­νόγλου [Χαΐνογλου], γιατί στο μεταξύ είχα πιαστεί για την υπόθεση του αρχείου Γεωργοπαπαδάτου. Με την ανατροπή του Παγκάλου πήρα ενεργό μέρος στα γεγονότα της 9 του Σ/βρη. Δικό μου ήταν το σύνθημα και η αρθρογραφία του «Ρ» απ’ την πρώτη μέρα, που ξαναβγήκε ύστερα απ’ την ανατροπή του Πάγκαλου, για την αριστερή και την πραγματική Δημοκρατία. Το σύνθημα αυτό το καταδίκασε κατοπινά η Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. στη σύσκεψη του Σ/βρη του 1926 και πιο αργά. Τέλη του 1926 πιάστηκα στο μέρος όπου γίνηκαν τα γεγονότα με τους αρχείους, στην πλατεία Αγ. Θεοδώρων, κοντά στα γραφεία του «Ρ». Απ’ το χωροφύλακα που μ’ έπιασε έφυγα στραμπουλίζοντάς του το χέρι. Μετά δυο μέρες με κυνήγησε μια ομάδα αρχείων, και με τη βοήθεια χωροφυλάκων μ’ έπιασαν σαν αυτουργό στο φόνο του Γεωργοπαπαδάτου. Με πήγαν στην Παληά Στρατώνα, απ’ όπου βγήκα ύστερα από 10-12 μέρες. Η υπόθεση έχει έτσι. Οι αρχείοι στο αστυνομικό τμήμα Θησείου είπαν ότι είμαι ο Ζαχαριάδης. Εγώ όμως είχα κανονικώτατα χαρτιά στο όνομα Ζάδης. Την άλλη μέρα που με πιάσαν, ο Διοικητής του τμήματος με παρέπεμψε στο αυτόφωρο για παράνομη οπλοφορία γιατί μου βρήκαν πιστόλι. Δικάστηκα 15 μέρες. Αμέσως μετά με πήγαν στον ανακριτή για την υπόθεση Γεωργοπαπαδάτου. Είταν όμως παραμονές πρωτοχρονιάς και ο ανακριτής έλειπε. Τότε οι χωροφύλακες με πήγαν στην Παληά Στρατώνα, μια και είχα καταδίκη για 15 μέρες. Εκεί με κατάγραψαν με το όνομα Ζάδης και με βάλαν στα κατάδικα. Είχες τότε δικαίωμα να πληρώσεις και να εξαγοράσεις το μισό της ποινής. Λεφτά δεν είχα και ειδοποίη­σα την οργάνωση, που πλήρωσε μόνο στη 12η μέρα.

Στο μεταξύ ο ανακριτής είχε ζητήσει το Ζαχαριάδη απτά υπόδικα, μα τέτοιος στα χαρτιά της Χωροφυλακής δεν υπήρχε. Ώσπου να ξεκαθαριστεί το ζήτημα, πρόλαβα με την εξαγορά και βγήκα. Έμενα παράνομος.

Στο μεταξύ στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ είχα ’ρθεί σε διάσταση με τον Κολοζώφ. Ο Κολοζώφ είταν ένα εγωιστικό και φιλόδοξο αντικομματικό στοιχείο. Με φοβότανε ότι θα τον υποσκελίσω στην ΟΚΝΕ, και η αλήθεια είνε ότι στο Συνέδριο της ΟΚΝΕ το 1925 μπορούσα και έπρεπε να τον διώξω απτήν ΟΚΝΕ, δεν το έκανα όμως από μικροαστική ευαισθησία. Όταν είμουνε στην ΚΟΠ, πριν ακόμα πέσει ο Πάγκαλος, η Κ.Ε. του Κόμματος μου ανάθεσε να οργανώσω την απόδραση του Π. Πουλόπουλου και του Γ. Κολοζώφ. Έστειλα την Ντόμνα Παπάζογλου –γυναίκα τότε του Κολοζώφ– στη Φολέγανδρο με το σχέδιο απόδρασης, και τη μέρα που ορίστηκε πήγα ο ίδιος με βάρκα να τους πάρω. Αυτοί όμως, για λόγους «πολιτικούς», είχαν αρνηθεί να φύγουν και δεν κατέβηκαν στο μέρος όπου τους περίμενα. Αυτό το περιστατικό μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ την περιφρόνησή μου προς τον Κολοζώφ. Όταν γύρισε απτήν εξορία, του τάπα όλα ανοιχτά στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ. Είμουνα όμως απασχολημένος κυρίως στην ΚΟΠ, και αυτός άρχισε στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ διαβολές ενάντιά μου ότι παραμελώ την ΟΚΝΕ, αν και ήξαιρε ότι η Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. με είχε βάλει στην ΚΟΠ γραμματέα και είχα όλο το βάρος της δουλειάς. Στην εποχή του Πάγκαλου, στα 1926, είχαμε μείνει στην Κ.Ε. της ΟΚΝΕ κυρίως οι Αγησ. Βλάχος, Γεωργ. Κωνσταντινίδης (Ευσταθίου είτε Ασημίδης) και εγώ. Στο μεταξύ είχαμε στείλει τον Κωνσταντινίδη στη Βιέννη σε μια συν/ψη της Βαλκ. Ομοσπονδ. Κομμ. Νεολαίας. Όταν γύρισε ο Κωνσταντινίδης, άρχισε μαζί του ο Κολοζώφ την υπόσκαψή μου. Παράσυραν και τους Ξυπόλυτο, Μουτζούρη και Ντούβα. Εγώ έβλεπα μόνο την κομματική μου δουλειά και ούτε έχανα λεφτό με τις εντρίγκες του Κολοζώφ. Στο μεταξύ πέρασα στην παρανομία, και έτσι έφτασα στη συν/ψη της ΟΚΝΕ το Φλεβάρη του 1927. Σ’ αυτήν πήρε μέρος και ο αντιπρόσωπος της Κ.Δ.Ν. Γκάρικτς (αυτός που κατοπινά τουφεκίστηκε στην ΕΣΣΔ σαν τροτσκιστής). Όταν είδα εγώ ότι ο Γκάρικτς, χωρίς να μελετήσει τα γεγονότα, αγκάλιασε τον Κολοζώφ, ζήτησα, σε συμφωνία με την τότε καθοδήγηση του Κόμματος (Χαϊντάς-Ευτυχιάδης κτλ.), να περάσω οριστικά στο Κόμμα, και αυτό αποφάσισε και η συν/ψη της ΟΚΝΕ. Τα γράφω όλα αυτά για να κρατηθεί η ιστορική συνέχεια. Απτό 1924 που πρωτογνώρισα τον Κολοζώφ κατάλαβα τι αριβιστικό στοιχείο είνε, και στα 1927, όταν έφευγα απ’ την ΟΚΝΕ, είξερα πού θα καταντήσει ο Κολοζώφ και η παρέα του. Το λάθος μου είνε ότι θεληματικά τους άφισα λεύτερο το έδαφος και δεν τους πολέμησα πολιτικά-ιδεολογικά ακόμα και στη συν/ψη της ΟΚΝΕ το Φλεβάρη του 1927, δεν τους ξεσκέπασα όταν είδα και τη στάση του Γκάρικτς, που δεν έβλεπε πέρα απ’ τη μύτη του.

Στα μέσα του 1927 η Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. με έστειλε γραμματέα της Θεσσαλίας στο Βόλο. Μετά τρεις μήνες ένα βράδυ, από κατάδοση ενός προβοκάτορα, με πιάσαν, τους ξέφυγα όμως, χάρη στα ψεύτικα χαρτιά, όταν με στείλαν με συνοδεία να τους δείξω το σπίτι που καθόμουνα. Στο Βόλο έμεινα και παραπέρα, ως τις αρχές του 1928, οπότε με ξαναπιάσανε μ’ όλον τον πυρήνα μου στη συνεδρίασή του από προδοσία ενός μέλους του πυρήνα χαφιέ, χωρίς να διευκρινίσουν πάλι ποιος είμαι. Έμεινα τρεις σχεδόν μήνες φυλακή στο Βόλο. Μετά το τρίμηνο ετοιμαζόμουνα για εξορία. Λίγες μέρες πριν συμπληρωθεί το 3μηνο, κάποιος καταδότης ειδοποίησε τον αρχιχαφιέ της Λάρισας Τέγο. Αυτός ήρθε, με ανεγνώρισε, και τότε με στείλαν στην Αθήνα για την υπόθεση του Γεωργοπαπαδάτου. Με κλείσαν στην Παληά Στρατώνα. Με στείλαν στη Λειβαδιά, με ξαναφέραν στην Παληά. Η δίκη στο κακουργοδικείο αναβλήθηκε 6 φορές. Στο Βόλο είχα πριονίσει ένα σίδερο και άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο μα δεν τα κατάφερα κυρίως γιατί τα πρόσωπα απ’ τους κοινούς κατάδικους που αναγκαστικά παίρναν χαμπάρι για τη δουλειά τη στραπάτσερναν. Για τους ίδιους λόγους απότυχα και στη Λειβαδιά, όπου άνοιξα τρύπα στον τοίχο, μα με κατάδωσε ένας κοινός κατάδικος. Ύστερα όμως απ’ την 5η αναβολή στο κακουργοδικείο του Πειραιά, ανεβαίνοντας με τον ηλεχτρικό, πήδηξα απ’ το τραίνο και έφυγα. Τότε με απόφαση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., και παρά τις αντιρρήσεις μου (μου βάλαν ζήτημα πειθαρχίας), στάλθηκα στα μέσα του 1929 στην ΕΣΣΔ για σπουδές. Στο διάστημα αυτό μέχρι την αναχώρησή μου για την ΕΣΣΔ, πήρα ενεργό μέρος απτό 1925 και μέσα απτή φυλακή στην πάλη ενάντια στο λικβινταρισμό. Σε μια συζήτηση πριν απ’ το 4ο συνέδριο του κόμματος, και απ’ αφορμή την αρθρογραφία μου απτή φυλακή για την κατάσταση και το απεργιακό κύμα που το 1ο 6μηνο του 1929 φούντωνε γοργό, ο Πασχάλης (Αναστασιάδης) με χτύπησε απτήν «Κομέπ» για δεξιές εκδηλώσεις. Τον Πασχάλη στα 1926 τον είχα ξεσκεπάσει και χτυπήσει στην Κ.Ν. Θεσ/νίκης σαν στοιχείο μικροαστικό, εγωιστικό και τυχοδιωκτικό. Για ν’ αναδειχτεί και επιπλεύσει, αυτός χτυπούσε τότε δίχως αρχές τους καλούς κι εξελίξιμους νεολαίους της Κ.Ν. Θεσ/νίκης. Την απάντησή μου στον Πασχάλη δεν τη δημοσίεψαν.

Στη Σοβ. Ένωση έμεινα ως τον Οχτώβρη του 1931. Στο διάστημα αυτό, τέλη του 1929, γνωρίστηκα και συνδέθηκα με τη γυναίκα μου Μάνια Νοβάκαμα [Νοβάκοβα] του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας. Το 1934 αποχτήσαμε γυιο, τον Κύρο. Πέρασα στο ρούσικο κόμμα και παρακολούθησα πολιτικά και οικονομικά μαθήματα. Τον Οχτώ­βρη του 1931 ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Με κοοπτάτσια γίνηκα μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. μαζί με τους Γιάνν. Ιωαννίδη, Νεφελούδη, Σκλάβαινα και Γιάνν. Μιχαηλίδη. Από τότε πήρα μέρος, μέχρι τη μέρα που πιάστηκα, στις 17 Σ/βρη του 1936, στην καθοδήγηση του κόμματος, και η προσωπική μου ευθύνη σ’ όλο αυτό το διάστημα για την όλη την πορεία και δουλειά του Κ. είνε σοβαρή και μεγάλη. Στο διάστημα αυτό σε φυλακή και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία έκανα 8½ χρόνια. Βασική έγνοια μου σε όλο αυτό το διάστημα είταν να μη γίνω αφορμή για οποιαδήποτε πολιτική είτε οργανωτική ζημιά στο κόμμα, και παράλληλα να υπερα­σπιστώ τη γραμμή του κόμματος και να το βοηθήσω στη δουλειά του, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και αν βρισκόμουνα. Φυσικά ούτε σκέφτηκα ποτέ να παίξω από μέσα καθοδηγητικό ρόλο και αντιτάχτηκα σε σχετικές σκέψεις που πρόβαλλαν άλλοι. Ξεκινούσα πάντα από την αρχή ότι οτιδήποτε κάνει ένας από μέσα, και μάλιστα στις συνθήκες τις δικές μου, έτσι είτε αλλοιώς θα τώξερε είτε θα το μάθαινε η ασφάλεια. Ανάλογα με τη θέση αυτή κανόνιζα τη δουλειά μου, με βασική πάντα φροντίδα να μη γίνω αφορμή για οργανοτεχνικό χτύπημα ενάντια στο κόμμα. Νομίζω ότι βασικά το κατάφερα καλά.

Στο διάστημα της φυλάκισής μου κύρια απασχόλησή μου είταν:
α) Μελέτη των προβλημάτων του Κ. και του τόπου.
β) Φροντίδα για την ομαλή ατομική-ομαδική και κομματική-πολιτική ζωή μέσα στη φυλακή και στο στρατόπεδο.
γ) Απασχόληση με ειδικά κομματικά ζητήματα, όπως λ.χ. η υπόθεση Μάθεση.
δ) Με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ξέροντας την κατάσταση στο κόμμα, πήρα την πρωτοβουλία για το 1ο και το 2ο γράμμα, και η όλη «συνεργασία» μου με την Π.Δ. απόβλεπε στο να χρησιμοποιήσω, μέσα στις δύσκολες εκείνες στιγμές, και την ελάχιστη δυνατότητα για σωστή πολιτική κομματική δουλειά, χωρίς να πολυλογαριάζω τους τύπους, έτοιμος να χρησιμοποιήσω και την παραμικρή δυνατότητα που είταν υποχρεωμένος να δώσει ο εχθρός για να κάνει όπως πίστευε τη δουλειά του.

Στις 20 του Μάη 1941 η Γεν. Ασφάλεια (Παξινός, Χαραλαμπίδης και Σία) πραγ­ματοποίησε απόφαση που ασφαλώς από πριν είχε πάρει ο Μανιαδάκης με τους άγγλους και με παρέδωσε στην Γκεσταπό, που την ίδια μέρα μ’ έστειλε στη φυλακή της Γκεσταπό, Βιέννη. Εκεί με ανάκριναν. Αρνήθηκα να δώσω οποιοδήποτε οργανωτικοτεχνικό στοιχείο για το Κ.Κ.Ε. και κατάληξα στη δήλωσή μου ενάντια στο χιτλερισμό, την κατοχή στην Ελλάδα κλπ. που είνε δημοσιευμένη στο «Ρ».

Απ’ τη Βιέννη μ’ έστειλε η Γκεσταπό στο Νταχάου. Εκεί η πολιτική απασχόλησή μου είταν:
α) Να οργανώσω τους γερμανούς κομμουνιστές κομματικά, πράγμα που τελικά έδωσε πολύ λίγα αποτελέσματα γιατί υπήρχαν πολλές φαγωμάρες και σύγχυση ανά­μεσά τους.
β) Η πάλη για την καθαρότητα της γραμμής και πάλης μας: 1) στο ζήτημα της πραχτικής δουλειάς (σαμποτάζ, βλάψη με όλες τις δυνατότητες στους χιτλερικούς), 2) στο θεωρητικό-πολιτικό τομέα σωστή τοποθέτηση και των αγγλοαμερικανών στον πόλεμο. (Αναφέρω ειδικά τα σημεία αυτά γιατί και στα δύο ήρθα σε σύγκρουση με τους συντρόφους που καθοδηγούσαν τους αυστριακούς κομμουνιστές, που είταν και οι καλλίτεροι, οι πιο πολλοί και οι πιο καλά οργανωμένοι στο Νταχάου. Οι αυστριακοί σύντροφοι αρνιόνταν την πραχτική δουλειά με σαμποτάζ και ενεργητική αντίπραξη στο χιτλερισμό, και δεύτερο είχαν βαθειές σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες σχετικά με τους αγγλοαμερικανούς και το ρόλο τους.)
γ) Η δουλειά με τους έλληνες συντρόφους, που απόβλεπε στη φυσική και πολιτική επιβίωση και σε πραχτική σαμποταριστική δουλειά, όσο χωρούσε.

Η σκέψη και η προσπάθεια να φύγω και να ξαναγυρίσω στην κομματική δουλειά δεν μ’ άφισε ποτέ. Και απτήν Κέρκυρα είχε μπει το ζήτημα απτό Π.Γ. Και όταν έφευγε ο Μιχαηλίδης πήρε σχετικές οδηγίες, μα δεν έκανε τίποτε. Και στην ασφάλεια προσπάθησα, και με αστυφύλακες άγνωστούς μου. Ο Σκαφίδης [Σκαφίδας] με προμήθευσε ύστερα από αίτησή μου με πριονάκι που τούφερε ο αδελφός του. Μα τα πριονάκια αποδείχτηκαν ακατάλληλα. Κάτι αστυφύλακες που με συνέδεσαν με τη Π.Δ. μου πρότειναν να φύγω. Σ’ αυτούς όμως δεν είχα εμπιστοσύνη, όπως δεν είχα εμπιστοσύνη και στο φύλακα και μετά υπαρχιφύλακα Περικλειώτη, που μου πρότεινε στην Κέρκυρα ένα φανταστικό και αρκετά ύποπτο σχέ­διο για απόδραση. Προσπάθειες έκανα και απτό Νταχάου. Μα οι γερμανοί σύντροφοι, παρά τις υπο­σχέσεις τους, δε δώσαν καμιά βοήθεια, κυρίως γιάφκα για όξω. Όταν στα μέσα του 1944 μπήκε μπρος ένα πραγματοποιήσιμο σχέδιο με τους δικούς μας πια του Μόναχου, είταν πια αργά.

Όταν με πήγαν στο Νταχάου, στα βιογραφικά μου στοιχεία που έδωσα είπα τα πράγματα όπως είχαν.

Στο Νταχάου, εφόσον η διοίκησή του δεν είχε μια συγκεκριμένη υπόδειξη από πάνω για εξόντωση, και εφόσον εσύ από μέσα δεν πιανόσουνα σε δουλειά πολιτική-οργανωτική είτε κλεψιά κλπ., μπορούσε να σταθείς στα πόδια αν έλυνες το ζήτημα της τροφής, της φυσικής ύπαρξης (λ.χ. εύκολη δουλειά, πρόσθετη τροφή κλπ.). Σ’ αυτό το σημείο με βοήθησαν σοβαρά τόσο οι γερμανοί και αυστριακοί κομμουνιστές, όσο και οι έλληνες σύντροφοι, που ήρθαν πιο αργά.

Όταν στις 29 του Απρίλη ήρθαν οι αμερικάνοι στο Νταχάου, εγώ έφυγα και πή­γα στο Μόναχο, στους εκεί δικούς μας αιχμάλωτους πολέμου (εαμίτες και ελασίτες). Μετά 2 μέρες ήρθαν οι αμερικάνοι και με πήραν και με κράτησαν, ως τη μέρα που μ’ έστειλαν αεροπορικώς στο Παρίσι, σ’ ένα είδος περιορισμού. Στο Παρίσι παρουσιάστηκα στην Ελλην. Πρεσβεία, αυτή ενήργησε στην αγγλική Πρεσβεία, και έτσι έφτασα στις 29.5.45 στην Αθήνα με το όνομά μου σαν αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Αυτό έγινε για να ευκολυνθεί το ταξίδι.

Εδώ ξαναμπήκα στη δουλειά του Κόμματος. Το Κ.Κ.Ε., περνώντας τη μεγάλη δοκιμασία της διχτατορίας, του πολέμου, της κατοχής και του μεταδεκεμβριανού καθεστώτος, δημιουργήθηκε στο πρώτο κόμμα του Λαού και της χώρας. Τραβά θαρ­ραλέα το σωστό δρόμο. Πιστεύω όμως πως χρειάζεται απτήν υπεύθυνη κομματική καθοδήγηση να εξεταστούν πρόσωπα και πράγματα στην κομματική δουλειά απτό 1931 και δω, για να ξεκαθαριστούν και διευκρινιστούν πολλά ζητήματα που μένουν κάπως εκκρεμή και εμποδίζουν, ας είνε και λίγο, την απρόσκοπτη πορεία του Κόμματος. Κυρίως πρέπει να ερευνηθούν και να φωτισθούν, υπεύθυνα κομματικά, μια σειρά ζητήματα στην εσωκομματική ζωή και εξέλιξη, όσο και στην πολιτική του κόμματος τόσο στην περίοδο της διχτατορίας του Μεταξά όσο και κατοπινά.

Αυτό σήμερα είνε τόσο πιο απαραίτητο όσο πάμε για καινούργιες δυσκολίες, και για το Κ.Κ.Ε. είνε αναγκαίο να διδαχθεί και διαπαιδαγωγηθεί πάνω στην πείρα του απτίς δύσκολες και κρίσιμες περιστάσεις και καμπές που πέρασε στο παρελθόν.

Αθήνα 15.8.46
Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Σημείωση: Οι αδελφές μου παντρέφτηκαν δίχως προίκα. Η Σάσα πήρε ένα κρητικό στρατιωτικό τότε και τώρα ιδιωτικό γιατρό, τον Κώστα Ζαχαράκη. Τώρα είνε δικός μας. Η Φωφώ πήρε τον καπνέμπορα Μιχάλη Δρόσο, αντιδραστικό μαυρομετωπίτη. Η ίδια είνε δικιά μας. Όταν γύρισα απτή Γερμανία, τον αδελφό μου Μίμη τον βρήκα μέλος του Κ.Κ.Ε. Η μητέρα είταν και είνε πάντα μαζί μου.

Αλέξης Πάρνης: Σ’ εκείνον

 

Σ’ ΕΚΕΙΝΟΝ

Ολόρθος της αιώνιας νιότης το βάθρο πάτησες
και γεφυρώνεις τ’ αύριο με τ’ άξια περασμένα

Όχι, δεν χάνονται ποτέ οι καιροί της επανάστασης
όταν αφήνουν πίσω τους ήρωες σαν και σένα.

Λεβέντικα εμβατήρια στου θρύλου το πεντάγραμμο
σου φτιάχνουν οι Πρωτομαγιές κι οι μπόρες του χειμώνα.

Σε τραγουδάν στον ιερό για πάντα Γράμμο
αγέρηδες μεσούρανοι κι απόκρυμνοι τ’ αγώνα.

Εκεί που φώναξε ο λαός στον εισβολέα το «Αλτ τις εί»
κάνοντας αντίσταση χρέος, θυσία και τάμα.

«Για μιαν Ελλάδα λεύτερη, δίχως καμιάν εξάρτηση»,-

έτσι όπως ζήτησες παλιά με τ’ Ανοιχτό σου Γράμμα,

που πρώτα εσύ το τίμησες νικώντας μεγαθήρια

κι εχθρούς και Γιούδες στις ψηλές κορφές της ιστορίας.

Αυτόπτες είναι μάρτυρες τα τόσα κολαστήρια:

Κέρκυρα και Νταχάου – κι αυτό της Σιβηρίας…

Ας τραγουδούσαν οι αριθμοί: δίνοντας μάχες άνισες
μεσ’ τα μπουντρούμια πέρασες του βίου σου το’ να τρίτο…

Ησουν μπροστάρης μαχητής, του χρέους της αυταπάρνησης
κι όχι απ’ αυτούς που κυνηγάν το χρήμα και τα «ζήτω».

Στέκεις απόμακρο άγαλμα θαρρείς μιας σπάνιας αίρεσης
στον κόσμο το σημερινό της άπατης Απάτης.

Με το σπαθί σου κέρδισες τη δάφνη της δικαίωσης
σα δάσκαλος που πάντοτε πρώτος το νόμο εκράτεις.

Δένοντας μ’ αρμονία σοφή τ’ αύριο και το ψες…

«Ξέρει να ζει μονάχα αυτός που ξέρει να πεθαίνει
όταν χρειάζεται» -είχες πει στα νιάτα σου… Προφήτεψες
τη δύση σου την τραγική και την αντρειωμένη.

Πολέμησες στου παγερού Σοργκούτ τον άδη. Εσύ
αυτούς που κάναν τ’ όνειρο και τις ιδέες σαβούρα.

Το θάνατο προτίμησες απ’ τη δειλή παράδοση,
και Θερμοπύλες ύψωσες μπρος στην «Νομενκλατούρα».

Ολόρθος της αιώνιας νιότης το βάθρο πάτησες
και γεφυρώνεις τ’ αύριο με τ’ άξια περασμένα…

Όχι, δε χάνονται ποτέ οι καιροί της επανάστασης
όταν αφήνουν πίσω τους ήρωες σαν και σένα.

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ