Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Βλαδίμηρος Τζελαλή: Δραπέτευσα από το Νταχάου με παρότρυνση του Ζαχαριάδη

image0025

Ο Βλαδίμηρος Τζελαλή , Έλληνας της Μαριούπολης από μητέρα και πατέρα, ενηλικιώθηκε στο Νταχάου, στα καταναγκαστικά έργα που δούλεψε σαν ξυλουργός, εκεί που γνώρισε τον Νίκο Ζαχαριάδη και πήρε μέρος στο σαμποτάζ που οργάνωναν οι παράνομες «τρόικες» μέσα στο στρατόπεδο, από το οποίο δραπέτευσε με παρότρυνση του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ και κρύφτηκε μέχρι το τέλος του πολέμου σε ένα φιλικό γερμανικό αγροτόσπιτο. Τον συνάντησα, στα ενενήντα του, στην καρδιά της εμπόλεμης Ανατολικής Ουκρανίας, διαυγή και φιλικό, να γράφει ποιήματα…

Η δεύτερη δραπέτευση

Ακούγοντας την αφήγηση του Τζελαλή, τον ρώτησα τι εντύπωση σχημάτισε για τον Ζαχαριάδη ως άνθρωπο. «Στις πολιτικές του, πώς να το πω, δεν είχα διεισδύσει. Σαν άνθρωπος ήτανκαλός.» Η απάντησή του ήταν σαφής και λιτή. Όταν, όμως, του είπα ότι προκειμένου να τον καθαιρέσουν από Γενικό Γραμματέα, και στη συνέχεια να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, όπου και πέθανε, τον είχαν κατηγορήσει ότι, στο στρατόπεδο, είχε σχέσεις με τους Γερμανούς ναζί, είδα τον Τζελαλή να κρατάει για λίγο την ανάσα του και να λέει με κατηγορηματικό ύφος: «ο Νικόλας με τους φασίστες δεν συνεργαζόταν!» Και να συμπληρώνει: «ήμουν περίπου ένα χρόνο μαζί με τον Ζαχαριάδη. Ευθέως είπα στο γιο του ότι ο πατέρας σου δεν αυτοκτόνησε, τον σκότωσαν γιατί δεν συμφωνούσε με την πολιτική των κυβερνητών μας.»

Και ποιος ήταν ο λόγος που ο Ζαχαριάδης σας είπε να αλλάξετε τόπο εργασίας; «Επειδή ήταν αδύνατο να δραπετεύσεις από το Νταχάου. Υπήρχαν σοβαρές οχυρωματικές εγκαταστάσεις, συρματοπλέγματα, παρατηρητήρια με πυροβόλα, φαρδιά τάφρος με νερό. Αλλά, από το απλό στρατόπεδο των εξωτερικών εργασιών, μπορούσες να φύγεις· και από τη δουλειά και από το στρατώνα. Τη δεύτερη φορά, εμείς φύγαμε κατευθείαν από το στρατώνα, τη νύχτα, σκάβοντας δίοδο κάτω από τα συρματοπλέγματα. Ο Νικόλας με συμβούλευσε να προσπαθήσω να ξεφύγω από το στρατόπεδο επειδή τέλη 1944 η φύλαξη είχε χαλαρώσει. Και έτσι τον άκουσα και δραπέτευσα για δεύτερη φορά. Αλλά, αυτή τη φορά, ήμουν και μεγαλύτερος και πιο έξυπνος. Πριν κάνω ο,τιδήποτε, κανόνισα με έναν αγρότη, που είχε κτήμα κοντά στο στρατόπεδο, ότι θα με κρύψει για μερικές μέρες.»

Εννοείτε ότι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι απ’ έξω, Γερμανοί, που ήταν δημοκρατικοί, όπως αυτός ο αγρότης, άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι μ’ αυτούς είχε σχέση ο Ζαχαριάδης, για να του δίνουν φάρμακα, τρόφιμα και πληροφορίες;
«Ακριβώς. Ανάμεσα στους Γερμανούς υπήρχαν πολλοί τίμιοι άνθρωποι. Όταν δούλευα στο εργοστάσιο, ένας Γερμανός με έστελνε σε ένα καφεκοπτείο (καφές από καμένο κριθάρι) που υπήρχε κοντά και εκεί δούλευε μια φράου, μια γυναίκα. Αυτή, όταν γέμιζε το δοχείο με τον καφέ για το φρουρό, μου έδινε πάντα κάτι να τσιμπήσω, μήλο, μανταρίνι, πορτοκάλι ή ένα μικρό σάντουιτς. Και έλεγε, “φάε πρώτα και μετά θα πάς μέσα. Και μην το λες πουθενά”. Παντού υπάρχουν άνθρωποι».

«Το κανόνισα με το φίλο μου, τον Κόλια, ότι θα δραπετεύσουμε και αυτός έφερε ένα ψαλίδι και ένα λαστιχένιο γάντι. Διαλέξαμε μία νύχτα σκοτεινή, κι επειδή οι Αμερικανοί βομβαρδίζανε σχεδόν κάθε νύχτα, στο στρατόπεδο σβήνανε τα φώτα. Για να φύγουμε έπρεπε να κόψουμε μία σειρά από το συρματόπλεγμα, που συνδεόταν με ηλεκτρικό ρεύμα. Όμως, την ώρα των βομβαρδισμών κόβανε το ρεύμα παντού. Στο σκοτάδι, βγήκαμε από το στρατώνα, κόψαμε την κάτω γραμμή του συρματοπλέγματος, που ήταν μόνο μία σειρά, και έτσι ξεφύγαμε με το φίλο μου.

Στην αρχή, κρυφτήκαμε στο δάσος, κι όταν πλησίασε το πρωί και είχε ακόμη σκοτάδι, πήγαμε σε έναν αγρότη, που είχα κανονίσει από πριν μαζί του ότι θα μας έκρυβε .Ήταν κατά των ναζί. Και μας έκρυψε στο πατάρι. Από το πατάρι φαινόταν το στρατόπεδο, ήταν πάνω σε ένα λόφο. Έμεινα εκεί, στον αγρότη, μάκρυναν τα μαλλιά μου, πήρα και κάποια κιλά και είχα ντυθεί με πολιτικά. Αυτός ο Γερμανός μάς έκανε και μία έκπληξη: στο στρατόπεδο αυτό, πριν από εμάς, κρατούνταν Γάλλοι Εβραίοι. Όταν τους βγάλανε για εκτέλεση, δύο από αυτούς δραπέτευσαν. Ήταν νέοι, δουλεύανε ως κουρείς, κουρεύανε τους Γερμανούς. Ήταν νύχτα και είχαν συμφωνήσει ότι, όταν θα τρέχουν θα αλλάζουν, μία θα είναι ο ένας μπροστά – μία ο άλλος, και όποιος θα είναι τυχερός, αφού πίσω τους πυροβολούσαν. Και έτσι, ο ένας σκοτώθηκε από τα πυρά και ο δεύτερος κρύφτηκε στον αγρότη το δικό μας. Τον έκρυψε σε ένα χώρο που έφτιαξε ανάμεσα στο ταβάνι και τη σοφίτα. Και όταν φεύγαμε από τον αγρότη, άνοιξε την κρυψώνα και από εκεί βγήκε ένας νεαρός με μακρύ μούσι. Μας διηγήθηκε την ιστορία του και το ότι τον έκρυβε σχεδόν δύο χρόνια.

Υπήρχαν και μεταξύ των Γερμανών άνθρωποι με κεφαλαία γράμματα. Τη δεύτερη φορά θα μπορούσα να δραπετεύσω πολύ πιο νωρίς, όμως, το έκανα όταν πλησίαζε το τέλος του πολέμου. Είχα πολλές ευκαιρίες και πριν. Μας πηγαίνανε για δουλειά στο δάσος, να πριονίσουμε ξυλεία. Ο φρουρός μας ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιώτης. Δεν υπήρχαν άλλοι πιο νέοι για να μας φρουρήσουν. Ήταν όλοι στο μέτωπο. Ο ίδιος ο φρουρός πεινούσε μαζί μας. Με έστελνε στο χωριό, γιατί ήμουν ο πιο μικρός και συμπαθητικός στο πρόσωπο. Πήγαινε, μου έλεγε, και ζήτα ο,τιδήποτε φαγώσιμο. Και πήγαινα και μάζευα ό,τι δίνανε. Δίνανε και ψωμί και κρέας και γάλα. Κάτι τι έτρωγα στο δρόμο, τα υπόλοιπα τα έφερνα στο φρουρό. Τα έπαιρνε για τον εαυτό του και έδινε κάτι κομματάκια στα αγόρια μας. Μας φρουρούσαν γέροι, 60-70 ετών. Οι άλλοι, οι νεότεροι, είχαν σταλεί στο μέτωπο. Και αποφάσισα να δραπετεύσω όταν κατάλαβα ότι πλησιάζει το τέλος του πολέμου.»

Κατάσταση στο στρατόπεδο

«Ευτυχώς εγώ δεν αρρώστησα ποτέ. Τους αρρώστους τους εκτελούσαν αμέσως. Υπήρχε ένας χώρος όπου ήταν οι άρρωστοι· όποιος βρισκόταν εκεί δεν επέστρεφε ποτέ. Πρώτα από όλα ήμουν νέος, άντεχα, είμαι γερή κράση. Είμαστε γερό σόι. Είχα θείους και θείες, και από την πλευρά της μητέρας μου, που έζησαν πάνω από 100 χρόνια. Πρέπει να είναι κληρονομικό. Στο στρατόπεδο γίνονταν βασανιστήρια και εκτελέσεις. Αν έκανες κάτι αμέσως έβγαζαν στην πλατεία το μηχανισμό των βασανισμών· βάζανε μέσα τα πόδια του ανθρώπου, τα στήριζαν για να είναι ακίνητα, κρατούσαν το κεφάλι του και τον χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Τα κρεματόρια κάπνιζαν συνεχώς. Όποιος πέθαινε τον καίγανε. Καθώς και τους αρρώστους και αδύναμους.

Στις πύλες υπήρχε η επιγραφή «Arbeit macht frei» (Η εργασία απελευθερώνει)! Μέσα υπήρχαν άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές, μέχρι και δύο Αλβανοί. Όταν οι Έλληνες στρατιώτες αρνήθηκαν να συνταχθούν με τα γερμανικά στρατεύματα, υπήρξε, ένας ξεχωριστός στρατώνας όπου ήταν οι Έλληνες με τις δικές τους στολές. Τρώγανε λίγο καλύτερα, παίρνανε και γάλα. Και εμάς, τις μέρες που δεν δουλεύαμε, μας επιτρέπανε να βγαίνουμε στην πλατεία, που ήταν κοντά στο στρατώνα τους. Πήγαινα κι εγώ εκεί. Και με ρωτάγανε από πού είμαι, αλλά δεν τους καταλάβαινα. Μεταξύ τους βρέθηκε κι ένας Έλληνας που ζούσε κάποτε στη Σοβιετική Ένωση και είχε γυρίσει στην Ελλάδα, το 1933· Κάτι τι θυμόταν στα ρώσικα και έτσι συνεννοηθήκαμε. Του είπα από πού είμαι, με ρώτησε πού δουλεύει ο πατέρας μου και τότε έμαθα τι σημαίνει τρένο. Και μετά, αυτοί οι Έλληνες ερχόντουσαν τα σαββατοκύριακα κοντά στο στρατώνα μας και μας κερνάγανε σοκολάτες και άλλα πράγματα.

Μαθαίναμε τα νέα από τους Γερμανούς, τους κρατούμενους που ήταν μαζί μας. Καταλαβαίναμε τι γίνεται στο μέτωπο κι από τη συμπεριφορά των Γερμανών φρουρών απέναντι μας · όσο κατέρρεαν, γινόταν κάπως καλύτερη. Στα στρατόπεδα γίνονταν φρικτά πράγματα. Εμείς ήμασταν σε ένα παράρτημα, που δεν ήτανε τόσο σκληρή η συμπεριφορά τους. Ήμασταν 300 άτομα, και όλοι γύρω μας καταλαβαίνανε ότι τελειώνει ο πόλεμος, απλώς δουλεύαμε πολύ, μας πίεζαν με τη δουλειά. Τα παιδιά που απελευθερώθηκαν από το κεντρικό στρατόπεδο, μας έλεγαν τι φρίκη υπήρχε εκεί. Ήταν πεινασμένοι, τους βγάζανε έξω, περπατούσανε πολύ και τους δέρνανε οι άντρες των SS, οι οποίοι μετά τους εγκατέλειψαν για να διαφύγουν. Χαμός! Περπατούσαμε σαν τις σκιές. Πεθάναμε πολλές φορές και ξαναγεννηθήκαμε.»

Μετά την απελευθέρωση

«Εγώ δεν γύρισα το ’45 στη Μαριούπολη. Όταν πέρασα τα σύνορα της Σοβιετικές Ζώνης, στην Τσεχία, αμέσως παρουσιάστηκα στο σοβιετικό στρατιωτικό σώμα και λόγω ηλικίας επιστρατεύτηκα και μπήκα στην ίλη τεθωρακισμένων. Επειδή έπαιζα μουσικά όργανα, τοποθετήθηκα στη μουσική διμοιρία. Και έκανα τη στρατιωτική θητεία μου μέχρι το 1948. Ένα χρόνο έμεινα στη Γερμανία. Όταν έγινε η πρώτη μείωση των σοβιετικών στρατευμάτων, πολλούς απλούς στρατιώτες τους μεταφέρανε στη Σοβιετική Ένωση. Άφησαν μόνο το στρατιωτικό εξοπλισμό, τανκς και άλλα. Βρέθηκα στο Ταγκανρόκ, και εκεί ολοκλήρωσα τη θητεία μου στη συμφωνική ορχήστρα της ταξιαρχίας.

Ο διευθυντής και μαέστρος της ορχήστρας παρατήρησε το ταλέντο μου, εγώ εν τω μεταξύ άρχισα να παίζω κλαρινέτο, σαξόφωνο και άλλα πνευστά όργανα, και μου πρότεινε να πάω στη Μόσχα να σπουδάσω. Πρώτα βρέθηκα στο Κίεβο, στο Ωδείο. Από κει μου προτείνανε να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας, συμφώνησα και πήγα στη Μόσχα . Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις, έκθεση, γλώσσα, κλαρινέτο και όταν μου έμεινε να δώσω το τελευταίο μάθημα με κάλεσαν στο πρυτανείο και μου ανακοίνωσαν ότι δεν μπορούν να με πάρουν, γιατί είχα τελειώσει μόνο οκτώ τάξεις. Μαζί μου ήρθε και ένα ορφανό αγόρι που το πήραν παρ’ όλο που είχε τελειώσει μόνο επτά τάξεις. Τουςτ ο ανέφερα, και ο υπεύθυνος μου είπε ότι δεν ήθελα να σας προσβάλω, άλλα εσείς ζήσατε στο εξωτερικό. Του απάντησα ότι βρέθηκα εκεί παρά τη θέλησή μου. Μου είπαν ότι είμαστε ανώτατο εκπαιδευτικό στρατιωτικό και δεν μπορούμε να σας πάρουμε. Αυτό ήταν το πρώτο κατακέφαλο χτύπημα.

Αργότερα κατάφερα να πάω στη Μόσχα, όταν αποστρατεύτηκα το 1948. Τελείωσα μέσα σε μία χρονιά δύο τάξεις, την 9η και την 10η, και μπήκα στην Οικονομική Αγροτική Ακαδημία του Τεμιριάζεφ. Δούλευα ως επικεφαλής γεωπόνος του κρατικού αγροτικού συνεταιρισμού. Εκεί έφτιαξα μία ορχήστρα. Δύο χρόνια αργότερα, αρρώστησα, είχα προβλήματα με τη σπονδυλική στήλη. Μάλλον δεν πέρασε χωρίς να αφήσει ίχνη το στρατόπεδο. Άφησα τη δουλειά του γεωπόνου και ασχολήθηκα με τη μουσική. Τελείωσα δι’ αλληλογραφίας τη Μουσική Σχολή του Ντονιέτσκ και δούλευα ως καθηγητής μουσικής. Παίζω σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα. Και διάφορα είδη μουσικής. Από το 1966 δουλεύω και ως χορδιστής πιάνου.»

Μετά…

Την ιστορία του Τζελαλή δεν την ήξεραν ούτε οι δραστήριοι ακτιβιστές του Ελληνισμού στη Μαριούπολη. Σεμνός άνθρωπος, τι να πει σε μια κοινωνία που κάθε οικογένεια έχει τις δικές της τραγικές ιστορίες από πολέμους και διωγμούς;
«Σ’ αυτούς που ενδιαφέρονταν πώς ήταν μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, τους έλεγα. Είχαμε και μία οργάνωση των πρώην κρατουμένων. Ήμασταν πάνω από 20 άτομα, συζητούσαμε μεταξύ μας και γράφαμε σε εφημερίδες. Εγώ έγραφα στην τοπική ημερήσια εφημερίδα Πριαζόβσκι ραμηότσι. Όταν με κάλεσαν σε εκδηλώσεις μνήμης στο Νταχάου, έδωσα και συνέντευξη στη γερμανική τηλεόραση. Φέτος, ήταν και η Μέρκελ. Touc έπαιξα μουσική και διάβασα ποιήματά μου. Τελευταία, μίλησα στον εγγονό μου για το στρατόπεδο και αυτός έψαξε το όνομα Ζαχαριάδης στο ίντερνετ, βρήκε τον Σήφη (Αλεξέι) και επικοινώνησε μαζί του.»

image0041

Ποιήματα μνήμης

Ο Τζελαλή έστειλε στον Σήφη Ζαχαριάδη ένα ποίημά του, αντιφασιστικό, που αναφέρεται στην εμπειρία του στρατοπέδου. Και ο Σήφης, στην ταυτότητα Αλέξιος, παρέδωσε το ποίημα για μετάφραση στον Αλέξη Πάρνη, τον συγγραφέα που έγραψε, μεταξύ άλλων, τα έργα «Νησί της Αφροδίτης», «Ο διορθωτής», «Λεωφόρος Πάστερνακ» και, πρόσφατα, (από τις εκδόσεις Καστανιώτη), «Οδύσσεια των διδύμων», «Γεια χαρά, Νίκος» και «Ο άλλος εμφύλιος».

«Μακάρι να είχα αρχίσει να γράφω νωρίτερα», έλεγε με παράπονο ο Τζελαλή. Δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να εκφραστεί τόσο καλά με αυτό τον τρόπο. Εκτός από τη μουσική, είχε δοκιμάσει τον εαυτό τους και στις μικροκατασκευές. Στο στρατόπεδο έφτιαχνε ταμπακιέρες με τα ξύλα καλής ποιότητας που περίσσευαν στο ξυλουργείο και δαχτυλίδια με μέταλλο από σωλήνες.

«Χρησιμοποιούσα διαφορετικά είδη ξύλου και διαφορετικού χρώματος. Για παράδειγμα, κολλούσα το καπάκι μαύρο και τα πλαϊνά άσπρα, και μου έκαναν πολλές παραγγελίες. Μαζί μας ήταν Τσέχοι και Πολωνοί κληρικοί, που είχαν πλούσιους ενορίτες απ’ έξω, που τους στέλνανε φαγητά και διάφορα γλυκά. Αυτοί δεν έδιναν τίποτα στους άλλους, αλλά έδιναν σ’ εμένα, ολόκληρη φραντζόλα ψωμί για μία ταμπακιέρα, που την έφτιαχνα σε δυο-τρεις ημέρες. Οι παπάδες καπνίζανε, και μερικές φορές ζητούσαν να σκαλίσω και κάποιο μονόγραμμα να γράψω κάτι πάνω στο καπάκι. Τα έφτιαχνα και έπαιρνα την φραντζόλα μου.

Παράλληλα, ο φίλος συγκροτούμενος Κόλια Οκόποβ, μεγαλύτερος μου, δούλευε τεχνίτης οξυγονοκολλητής στο εργοστάσιο και μου έφερνε κομμάτια από ανοξείδωτους σωλήνες, με τα οποία έφτιαχνα δαχτυλίδια, πολύ όμορφα. Μια φορά, ένας παπάς μου παρήγγειλε να του φτιάξω ένα σταυρό. Τον έφτιαξα, και πάνω του σκάλισα τον Ιησού και μου έδωσε τέσσερις φραντζόλες ψωμί. Αυτό το ψωμί το έκρυβα ανάμεσα στα τσουβάλια με το τσιμέντο, γιατί δεν μπορούσα να το περάσω στο στρατόπεδο· θα με ρωτούσαν πού το πήρα. Έδινα βεβαίως και στο φίλο μου απ’ αυτό το ψωμί. Αργότερα, οι φρουροί ανακαλύψανε τα δαχτυλίδια, γιατί μερικοί τα κρατούσανε κάτω από τα στρώματα.

Ένας είχε φτιάξει ένα κουτί όπου μάζευε διάφορα πράγματα. Εγώ δεν κρατούσα τίποτα μέσα, τα έκρυβα έξω από το στρατώνα.»
Στη Μαριούπολη, ο Τζελαλή μου έδωσε πολλά ποιήματά του, υπαρξιακά, λυρικά και κοινωνικά, για να αποδοθούν στα ελληνικά. «Τα ρώσικα είναι η καλύτερη γλώσσα για την ποίηση, δεν σε δεσμεύει για τη θέση της λέξης, δεν έχει άρθρα όπως τα ελληνικά και τα ιταλικά. Επίσης, τώρα πια δεν είναι τόσο δεσμευτική η ομοιοκαταληξία που κυριαρχεί από τον Πούσκιν και τον Μαγιακόβσκι μέχρι σήμερα. Ο Γιεφτουσένκο γράφει ελεύθερα, με “λευκούς στίχους” (χωρίς ρίμα). Εγώ καταλαβαίνω την ελληνική διάλεκτο της περιοχής, αλλά δεν μιλάω άνετα για να μπορώ να γράψω σ’ αυτή τη γλώσσα. Μεγαλωμένος στην πόλη είμαι. Αυτοί που ζουν στα χωριά μιλάνε περισσότερο. Όσο ζούσαν οι γονείς μου άκουγα τη διάλεκτο και καταλάβαινα. Στο στρατόπεδο, οι Έλληνες συγκροτούμενοι μού έμαθαν το “από πού είσαι;”». Εμείς, στη διάλεκτο, λέμε “πουχ είσαι; Από πιου μέρη ’σαι;”.

Οικογενειακά

Τα ελληνικά χωριά, στη στέπα της Αζοφικής, από τη Μαριούπολη ως το Ντονιέτσκ, έχουν πολλούς ήρωες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως τον αποκαλούν. Τα ονόματα των πεσόντων Ελλήνων δεν λείπουν από κανένα μεγαλοπρεπές μνημείο, πολλά από τα οποία έχουν σχεδιαστεί από εντόπιους Ρωμιούς γλύπτες. Σε μερικά, βλέπεις στη σειρά τα ονόματα ολόκληρων οικογενειών και συγγενών. Και από το σόι του Τζελαλή, ο Βλαδίμηρος δεν είναι το μόνο θύμα των ναζί.

«Ξάδερφός μου είναι ο Τάλαχ, ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης, από το Μπουγάς· το σχολείο του χωριού έχει το όνομά του. Το επώνυμο της μητέρας μου ήταν Τάλαχ. Του έχω αφιερώσει ένα ποίημα. Ο παππούς μου είχε 18 παιδιά. Ζούσανε στο Μπουγάς. Και όλοι είχαν ταλέντο. Ο Τάλαχ ήταν γιος ενός από τους θείους μου, τελείωσε την παιδαγωγική σχολή και δούλευε δάσκαλος. Και όταν άρχισε ο πόλεμος πήγε στο μέτωπο εθελοντής. Τον γνώριζα καλά. Ήταν χειριστής πολυβόλου και διακρίθηκε στις μάχες για την απελευθέρωση της Κριμαίας. Σε μία μάχη εξουδετέρωσε πάνω από 300 Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς. Σκοτώθηκε ένα χρόνο μετά την παρασημοφόρησή του, στο μέτωπο, κοντά στο Τιλσίτ, στο Καλίνινγκραντ, κατά τη διάρκεια της διέλευσης του ποταμού Neman, πολύ μακριά από τη Μαριούπολη.»

Το «μυστικό»

Πλησιάζοντας στο τέλος της τρίωρης συζήτησής μας, που περιλάμβανε κι άλλες οικογενειακές ιστορίες του συνομιλητή μου, ο Τζελαλή μου εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον Σήφη Ζαχαριάδη, τον Αλεξέι, κάτι που και ο γιος του Νίκου Ζαχαριάδη επιθυμεί πολύ. Προς το παρόν, η επικοινωνία τους περιορίζεται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία και την ανταλλαγή μηνυμάτων και ποιημάτων. «Χαίρομαι που τα παιδιά του Αλεξέι σπουδάζουν μουσική. Μόλις εκδοθεί η ποιητική μου συλλογή θα τη στείλω στον Αλεξέι. Του εύχομαι να είναι υγιής και να μεγαλώνει τα παιδιά του στο πνεύμα του Ελληνισμού.»

Τον ευχαρίστησα εκ βαθέων και του ζήτησα συγγνώμη για την πολύωρη απασχόληση. «Μα τι λες! Είμαι πολύ εργατικός, αντέχω.» Και πιο είναι το «μυστικό» της αντοχής σας; τον ρώτησα. «Δεν καπνίζω, δεν πίνω, αγαπάω τη ζωή – αυτά είναι. Κακές σκέψεις δεν πρέπει να κρατάς μέσα σου· αυτές σκοτώνουν τον άνθρωπο.»

(Ευχαριστίες στη φιλόλογο Ναταλία Μπάσενκο-Κόρμαλη για την απομαγνητοφώνηση και μετάφραση της συνέντευξης)

Στέλιος Ελληνιάδης

Αναδημοσίευση από ΔΡΟΜΟ της Αριστεράς 17/10/2015

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Μαρτυρία Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή συγκρατούμενου του Νίκου Ζαχαριάδη στο Νταχάου

Με τον Νίκο Ζαχαριάδη: Ενας Ελληνας από τη Μαριούπολη, στο Νταχάου!

Ο Στέλιος Ελληνιάδης μιλά με τον Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή, στην εμπόλεμη Ανατολική Ουκρανία – «Δρόμος της Αριστεράς»

«Υπάρχει ένας Ελληνας στη Μαριούπολη που ήταν συγκρατούμενος του πατέρα μου, στο Νταχάου», μου είπε ένα πρωί με την ήρεμη φωνή του, στο καφενείο «Πανελλήνιον», στη Μαυρομιχάλη, που παίζει σκάκι, ο Σήφης Ζαχαριάδης, γιος του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη. «Έχει κλείσει τα ενενήντα, και με βρήκε, μέσα από το ίντερνετ, ο εγγονός του, στον οποίο αφηγήθηκε την ιστορία». Έμεινα άναυδος. Υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στη Μαριούπολη που συνδέεται με μια πολύ σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής ιστορίας και του κομμουνιστικού κινήματος; Ξαφνικά, απέκτησα μεγάλη ανυπομονησία, να τον συναντήσω, να μου πει λεπτομέρειες, αλλά ένα πρόβλημα υγείας που με ταλαιπώρησε όλο το καλοκαίρι, ευτυχώς με αίσια έκβαση, και οι σοβαρές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς με άσχημη έκβαση, καθυστέρησαν τη συνάντησή μου με τον ενενηντάχρονο βετεράνο.
Ήταν όμως γραφτό να εκπληρωθεί η επιθυμία μου τάχιστα, αφού οι Έλληνες της Ουκρανίας, μετά από πολλές δυσκολίες και δισταγμούς λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τη «Μέγα Γιορτή», μια καθιερωμένη ολοήμερη εκδήλωση που γίνεται κάθε δύο χρόνια, με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών από τις ελληνικές κοινότητες όλης της χώρας, την οποία παρακολουθώ και καταγράφω ανελλιπώς από το 1997. Οπότε, ο συνδυασμός με παρακίνησε να επισπεύσω το ταξίδι μου στη Μαριούπολη.
Σήμερα, αυτό το ταξίδι που κάποτε ήταν εύκολο, έχει γίνει πολύπλοκο. Επειδή το αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ μέσω του οποίου έφτανε κανείς στη Μαριούπολη, δεν υφίσταται πια, όχι επειδή ανήκει πλέον στην αυτόνομη Δημοκρατία του Ντονιέτσκ, αλλά γιατί έχει ολοσχερώς καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, το ταξίδι έχει αποκτήσει τρία σκέλη. Αεροπορικώς Αθήνα-Κίεβο, σιδηροδρομικώς Κίεβο-Ζαπαρόζιε (700 χλμ.) και οδικώς Ζαπαρόζιε-Μαριούπολη (300 χλμ.), που σημαίνει περίπου μιάμιση μέρα δρόμος.
Εντωμεταξύ, οι δικοί μου στη Μαριούπολη, που επίσης δεν γνώριζαν την ύπαρξη του ηλικιωμένου βετεράνου, τον εντόπισαν και τον ενημέρωσαν για το αίτημά μου να συναντηθούμε, που αποδέχτηκε με μεγάλη προθυμία. Την Κυριακή, τη Σεπτεμβρίου, το μεσημέρι, ένας μικροκαμωμένος, καλοστεκούμενος και σβέλτος ενενηντάρης, ονόματι Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή, κατέφθασε ασυνόδευτος στο κτήριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, στην οδό των Ελλήνων, για μια συνομιλία που κράτησε χωρίς διακοπή κάτι παραπάνω από τρεις ώρες και σταμάτησε μόνο επειδή είχε εξαντληθεί η διερμηνέας, η οποία προσπαθούσε φιλότιμα να μεταφράζει σωστά μια πυκνή και γεμάτη ουσία αφήγηση συγκλονιστικών περιστατικών της ζωής ενός απλού Έλληνα της Μαριούπολης, τα οποία, κατά ένα μέρος, αφορούσαν και την προσωπική ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη. Η συζήτηση έγινε στα ρωσικά, γιατί ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς γνωρίζει τη διάλεκτο των Ελλήνων της Μαριούπολης, αλλά όχι νέα ελληνικά.
Από τη Μαριούπολη στο Νταχάου
Οι Γερμανοί χρειάζονταν εργάτες για τα εργοστάσια της πολεμικής τους βιομηχανίας που δούλευε στο φουλ για να καλύψει τις ανάγκες ενός τεράστιου στρατού που μαχόταν σε πολλά μέτωπα, από τη Ρωσία μέχρι την Αφρική. Γι’ αυτό, στις περιοχές που καταλάμβαναν οι ναζί μάζευαν τους ικανούς για εργασία και τους έστελναν στη Γερμανία. Μόνο από τη Σοβιετική Ένωση έστειλαν στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία περίπου 2.200.000 άτομα! Συνολικά, οι ξένοι που εργάζονταν παρά τη θέλησή τους στη Γερμανία, τον Σεπτέμβριο του1944, ανέρχονταν στον εξωφρενικό αριθμό των 7,5 εκατομμυρίων ανθρώπων!
Στην περιοχή της Μαριούπολης, την οποία κατέλαβαν τα στρατεύματα κατοχής κατά την προέλασή τους προς το Στάλινγκραντ, ανάμεσα στους νέους μέχρι 35 ετών με τους οποίους οι ναζί γέμιζαν βιαίως τα φορτηγά τρένα, ήταν και 120 άντρες και γυναίκες ελληνικής καταγωγής, τους οποίους διασκόρπισαν σε πολλά εργοστάσια και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας σε διάφορα σημεία της Γερμανίας. Απ’ αυτούς, τρεις βρέθηκαν στο Νταχάου. Κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή, που επέζησε και επέστρεψε στη Μαριούπολη όπου ζει μέχρι σήμερα.
Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και οι άμαχοι σοβιετικοί πολίτες που συνελήφθησαν από τους ναζί και στάλθηκαν στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης ξεπέρασαν τα επτά εκατομμύρια, από τα οποία πάνω από τρία εκατομμύρια αφανίστηκαν στα στρατόπεδα και τα εργοτάξια, από αρρώστιες, πείνα και εκτελέσεις! Ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς, το 1942, ήταν μόλις 17 ετών. Οι γονείς του τον είχαν στείλει στο χωριό με την ελπίδα ότι θα αποφύγει τη σύλληψη, αλλά το σχέδιο απέτυχε και βρέθηκε στο τρένο που έφευγε από το Ντονιέτσκ, στριμωγμένος στα βαγόνια μεταφοράς ζώων και εμπορευμάτων μαζί με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες.
«Μερικοί από μας κάναμε την ανάγκη μας εκεί που υπήρχαν μικρά ανοίγματα στο πάτωμα του βαγονιού. Οι άλλοι όπου έβρισκαν, στις γωνίες.» Αυτό το ταξίδι δεν κράτησε πολύ γιατί δεν έκανε ενδιάμεσες στάσεις, πέρα από μία ή δύο, και έφτασε στον προορισμό του πολύ γρήγορα σε σχέση με άλλες μεταφορές ανθρώπων που διαρκούσαν εβδομάδες. «Έτσι, όσοι είχαμε προλάβει να πάρουμε κάτι μαζί μας, δεν πεινάσαμε. Στο Νταχάου, επιζούσαμε γιατί οι ίδιοι οι κρατούμενοι καλλιεργούσαν καρότα, παντζάρια και άλλα λαχανικά, τα οποία τα αποθήκευαν και μετά τα βράζανε στα καζάνια. Μας δίνανε κι ένα κομματάκι ψωμί, το πρωί, που ήταν κατά το ήμισυ πριονίδια και δεν το τρώγαμε όλο για να έχουμε το βράδυ που μας έδιναν κάτι υγρό καφετί, ενώ το μεσημέρι είχαμε σούπα από γογγύλια. Φρικτό. Και το βραδινό το δίνανε μόνο σ’ αυτούς που δουλεύανε όλη μέρα. Γιατί οι καινούργιοι, οι αδύναμοι και οι άρρωστοι δεν δούλευαν. Μόνο στα γενέθλια του Χίτλερ μας έδιναν μακαρόνια, έτσι τα έλεγαν, κάτι λίγα που κολυμπούσαν στο νερό.»
Έλληνες στα στρατόπεδα
«Γεννήθηκα το 1925, στις 10 Μαρτίου, στη Βολνοβάχα. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας από το χωριό Αναντόλ. Είναι από τη λέξη Ανατολία. Που είναι τώρα η Τουρκία. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Ρωσία, δηλαδή στη σημερινή Ουκρανία. Οι συγγενείς του ζούσαν στην Ανατολία, και όταν άκουσαν ότι η Μεγάλη Αικατερίνη έδινε χωράφια στην Κριμαία, μετοίκισαν στην Κριμαία, και από εκεί ήρθαν εδώ, στη Μαριούπολη. Το Τζελαλή δεν είναι ελληνικό. Διάβασα στην εγκυκλοπαίδεια ότι κάπου τον 16ο αιώνα έγινε στην Ανατολία μία εξέγερση των αγροτών και επειδή επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν ο Τζελαλή, από κει και πέρα, όλοι που έλαβαν μέρος στην εξέγερση πήραν το παρατσούκλι Τζελαλή. Και η μητέρα μου κατάγεται από το Μπουγάς. Και τα δύο είναι ελληνόφωνα χωριά της περιοχής (της Αζοφικής Θάλασσας, στην Ανατολική Ουκρανία).
Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος, γι’ αυτό συνέχεια αλλάζαμε τόπο διαμονής. Είχαμε μείνει σχεδόν σε όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς από την Γιελένοβκα μέχρι τελευταία εδώ στη Μαριούπολη. Πριν τον πόλεμο, τελείωσα οκτώ τάξεις του σχολείου. Είχα και δύο αδελφές, τη μεγαλύτερη Νάντια και τη μικρότερη Άννα. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στη Μαριούπολη, εγώ δεν δούλευα πουθενά· είχαμε συγγενείς στο Κάλτσικ και έτσι πηγαινοερχόμουν εδώ κι εκεί. Οι αδελφές μου, αμέσως στην αρχή, έφυγαν για το χωριό για να μην τις πιάσουν οι Γερμανοί. Μία μέρα ήρθε ο γείτονάς μας, Ποπώφ ήταν το επώνυμό του, ήταν δημογέροντας της συνοικίας μας, και είπε «να μην πάει πουθενά ο Βόβκα, γιατί μπορεί να τον πάρουν στη Γερμανία». Αλλά, αργότερα, με πήραν. Είπε ότι μπορεί να πάρουν τους γονείς μας και τελικά πήραν εμένα. Μας έβαλαν στα βαγόνια, στο Ντονιέτσκ, πολύς κόσμος. Σε βαγόνια για τη μεταφορά των ζώων με μεγάλες συρόμενες πόρτες. Με πάρα πολλούς. Γέμισε μια ολόκληρη αμαξοστοιχία. Στο δρόμο σχεδόν δεν σταμάτησαν καθόλου, ίσως δύο φορές για λίγο από το Ντονιέτσκ μέχρι την πόλη Μπρότσεν. Μέσα από τις τρύπες στο πάτωμα κάναμε τις φυσιολογικές μας ανάγκες. Στην πλειονότητα ήταν νέοι άνθρωποι. Τους γέρους δεν τους έπαιρναν.
Όταν φτάσαμε στον τελευταίο σταθμό και κατεβήκαμε, μας εκθέσανε σαν σκλάβους για να μας επιλέξουν οι εργοστασιάρχες. Εκεί χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες. Έτσι, εγώ βρέθηκα στον πόλη Neunkirchen κοντά στο Saarbriicken. Εκεί με πήραν στο μεταλλουργικό εργοστάσιο, αφού ήμουν από τη Μαριούπολη που είναι μεταλλουργική πόλη και επειδή τους είπα ότι ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος με έβαλαν βοηθό του μηχανοδηγού. Από το εργοστάσιο έβγαινε μία γραμμή με μικρό πλάτος των σιδηροτροχιών όπου κινούνταν τα φορτηγά τρένα γεμάτα με τα υπολείμματα των μετάλλων.»
Πρώτη απόδραση
«Εκεί δούλεψα μόνο για 15 μέρες. Πολύ κοντά υπήρχε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων Γάλλων στρατιωτών. Δεν ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης σαν το Νταχάου, απλώς ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Επικοινωνούσαμε μαζί τους μέσα από τα συρματοπλέγματα, μιλώντας λίγες λέξεις γερμανικές και γαλλικές. Αυτοί μας έλεγαν να αποδράσουμε, να φύγουμε για τη Γαλλία. Μετά από 15 μέρες δουλειάς, μας είχαν φάει οι ψείρες. Άρχισα να μαζεύω ψωμί και αλάτι. Και μετά από μία νύχτα που εργαζόμουν, ήμουν στο μηχανισμό της αλλαγής κατεύθυνσης των σιδηροτροχιών, έβαλα ένα κομμάτι μέταλλο και μπλόκαρα τον μηχανισμό -η μηχανή του φορτηγού τρένου πέρασε, τα βαγόνια όμως όχι.
Παρόμοια πράγματα μάλλον είχαν συμβεί και άλλες φορές. Έτσι, ο Γερμανός μηχανοδηγός δεν είχε υποψιαστεί τίποτα και μου είπε, «κάτσε εδώ, και εγώ θα πάω να φέρω εργάτες». Κι όταν έφυγε ο Γερμανός, εγώ τσούλησα από το λόφο που σχημάτιζαν τα τρίμματα από τα μέταλλα και έτρεξα στο δάσος.
Αυτή ήταν η πρώτη απόδρασή μου από τη δουλειά. Περπατούσα τις νύχτες και κρυβόμουν τις μέρες. Προσανατολιζόμουν με τον ήλιο- έπρεπε να πάω δυτικά. Τι έτρωγα; Όταν τελείωσε το ψωμί, επειδή ήταν Μάιος μήνας, ξέσκαβα τις πατάτες που ήταν φυτεμένες, και μετά τις έψηνα στη φωτιά- αυτά έτρωγα. Έκανα, όμως, ένα λάθος. Μια φορά, άναψα φωτιά νωρίς το πρωί, ήταν ήσυχα και είχε άπνοια, και ο καπνός ανέβαινε ψηλά σαν στήλη .Έτσι με κατάλαβαν και με βρήκαν. Δύο αστυνομικοί και τέσσερις με πολιτικά με περικύκλωσαν και με συνέλαβαν. Με κράτησαν πρώτα στην αστυνομία και μετά έκατσα ένα μήνα φυλακή. Μετά, με στείλανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Νταχάου. Στη φυλακή με έδερναν. Έβαζαν τα πόδια μου σε ένα μηχανισμό, όπως και το λαιμό, για να σκύβω και να με χτυπούν, βγάζοντας βέβαια και το πουκάμισο, στο πίσω μέρος με ειδικά μαστίγια. Με χτύπησαν και στο πρόσωπο.
Σαν νέος έκανα κάποιες βλακείες- είχα ένα ημερολόγιο, στο οποίο σημείωνα διάφορα πράγματα στα ρώσικα, κωδικοποιημένα. Το πήραν, όπως και το διαβατήριο. Με ρωτούσαν, από πού έφυγες; Γιατί έφυγες; Πού πας; Γιατί έκλεβες τις πατάτες; Κι απαντούσα ότι κάτι έπρεπε να φάω. Είχα περάσει ήδη τη γραμμή Μαζινό, που ήταν μια σειρά γαλλικών οχυρωματικών έργων. Είχα δει αυτά τα οχυρώματα. Αλλά εκεί ζούσαν ακόμα Γερμανοί. Και με έπιασαν.
Στο στρατόπεδο με έγδυσαν, έγινε απολύμανση, μου ξύρισαν το κεφάλι και μου έδωσαν τη στολή (με τις ρίγες). Κρατούσαν τους νέους σαν κι εμένα ξεχωριστά. Στην αρχή, προσπαθούσαν να μας κάνουν υπηρέτες των Γερμανών, μας μάθαιναν κάποια γερμανικά, να τραγουδάμε γερμανικά τραγούδια, να βαδίζουμε σε γραμμές. Και μετά από ένα χρόνο περίπου, όταν συνέβησαν οι αποτυχίες των Γερμανών στο μέτωπο, στη Μόσχα και αλλού, μας έβαλαν όλους να δουλεύουμε.
Εγώ δούλευα σε μία φάμπρικα επίπλων που ήταν κοντά στο στρατόπεδο. Σαν φύλακας. Υπήρχαν εκεί μεγάλα αποθέματα ξυλείας και μάλιστα ακριβής. Εμείς, όμως, δεν φτιάχναμε έπιπλα. Κάναμε τα κιβώτια για να τοποθετούν μέσα σφαίρες και άλλα πυρομαχικά. Εκεί δουλεύανε και Πολωνοί, και Ρώσοι, και Τσέχοι. Ανάμεσά μας υπήρξαν και Γερμανοί φυλακισμένοι. Εκεί άρχισα να κάνω σαμποτάζ. Δεν κάρφωνα σωστά τα κιβώτια, μόνο από πάνω περνούσα λίγη κόλλα. Οι βίδες κρατούσανε τον πάτο, αλλά με ένα καλό τράνταγμα διαλυόταν το κιβώτιο.»
Συγκρατούμενοι στο Νταχάου
Το Νταχάου ήταν Konzentrationslager, ένα από τα πιο γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, με δεκάδες διάσπαρτα «παραρτήματα», όχι πολύ μακριά από το Μόναχο. Κατά την απελευθέρωση, τον Απρίλη του 1945, υπήρχαν περίπου 30 χιλιάδες κρατούμενοι στο Νταχάου. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του είχαν «περάσει» από τα παραπήγματά του πάνω από 200.000 άτομα, εκ των οποίων πάρα πολλά, μεταξύ 32 και 42 χιλιάδων, άφησαν την τελευταία τους πνοή στο lager και αποτεφρώθηκαν στα κρεματόριά του.
Ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκος Ζαχαριάδης, κρατούμενος στις φυλακές της δικτατορίας του Μεταξά από τις 17 Σεπτεμβρίου 1936, παραδόθηκε, στις 26 Απριλίου 1941, από τις ελληνικές αρχές, μαζί με άλλους κομμουνιστές φυλακισμένους στη Γκεστάπο, η οποία τον προώθησε στη Βιέννη κι από εκεί, στις 30 Νοεμβρίου 1941, στο Νταχάου, όπου παρέμεινε μέχρι την άφιξη του αμερικάνικου στρατού, στις 29 Απριλίου 1945· Συνολικά, είχε συμπληρώσει στις ελληνικές φυλακές και τα γερμανικά κάτεργα κάτι παραπάνω από αδιάσπαστα οκτώμισι χρόνια. Σ’ αυτό το στρατόπεδο, όπου «η εργασία απελευθέρωνε», ο Έλληνας κρατούμενος Βλαδίμηρος Τζελαλή, από τη Μαριούπολη, με αριθμό εγγραφής στους «φιλοξενούμενους» του Νταχάου «32771», συναντήθηκε με τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη, παλιότερο τρόφιμο, με αριθμό «28777»·
(Η συνέντευξη έγινε με τη βοήθεια της Αλεξάνδρας Προτσένκο Πιτσατζή, της Ίνγκας Αμπγκάροβα και της Ναταλίας Μηάσενκο Κόρμαλη).
(Τέλος πρώτου μέρους)


Με τις οδηγίες του Ζαχαριάδη
«Σ” αυτό το εργοστάσιο δούλευε και ο Νίκος. Ήταν ο άνθρωπος που στην αρχή της βάρδιας μας έδινε τα εργαλεία με τα οποία δουλεύαμε. Σμίλη, πριόνι και άλλα. Εγώ βεβαίως δεν γνώριζα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, Είδα ότι είναι κάπως σκουρόχρωμος, έμοιαζε με “Ελληνα, αυτός όμως εμένα με κατάλαβε αμέσως από τη φάτσα. Αυτός ονόμαζε τον εαυτό του Νικόλα, και εμείς τον φωνάζαμε Νικόλα. Με κατάλαβε και ρώτησε με καθαρά ρωσικά, «είσαι Έλληνας;». Απάντησα, «ναι, αλλά πώς με καταλάβατε;». «Από το πρόσωπό σου», μου είπε και με ρώτησε από πού είμαι. Εγώ απάντησα ότι είμαι από τη Μαριούπολη και αυτός στη συνέχεια μου είπε κάτι για τον εαυτό του. Τον ρώτησα, πρώτα, από πού ξέρει τόσο καλά τα ρωσικά, αφού είναι από την Ελλάδα, και τότε μου είπε ότι τελείωσε την Ανώτατη Κομματική Σχολή στη Μόσχα, ότι έχει ζήσει και στο Λένινγκραντ και είναι παντρεμένος με μία Τσέχα με την οποία έχει μία κόρη. (σημ. Ο Ζαχαριάδης είχε και ένα γιο με την Τσέχα Μάνια ΝόΒακ).
Κάθε φορά που πήγαινα στη δουλειά με καλούσε και μου έδινε λίγο φαγητό, ένα κομματάκι ψωμί ή κάτι άλλο. Επειδή ήταν εκεί από πολύ καιρό πριν πάω εγώ, είχε σχέσεις με τους κατοίκους (των γύρω περιοχών που εργάζονταν στον ίδιο χώρο) και γι’ αυτό είχε καλή εμφάνιση, δηλαδή δεν πεινούσε. Και μετά, όχι από την αρχή, μου ζητούσε να περνάω κάποια πράγματα που ήταν μυστικά στο στρατόπεδο. Αυτός ανήκε σε μία οργάνωση μυστική. Δεν μου επέτρεπε να δω το περιεχόμενο των πραγμάτων που μετέφερα. Ήταν μικρά δεματάκια. Εγώ τον ρωτούσα τι είναι μέσα. Μου έλεγε ότι ήταν κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση στο μέτωπο. Μου τα έδινε και έπρεπε να τα παραδώσω στον ίδιο ή σε ένα φίλο του μόλις περάσουμε τον έλεγχο στην είσοδο του στρατοπέδου. Σ” αυτόν μπορεί να έκαναν έλεγχο, εμένα όμως, επειδή ήμουν πιτσιρίκι, δεν με ψάχνανε και τα έβαζα στο ξύλινο παπούτσι που είχα, κάτω από τους πάτους. κι αυτό περισσότερο γινόταν τις νυχτερινές βάρδιες όταν γυρίζαμε πίσω στο στρατόπεδο. Και με παρακαλούσε να τα περνάω από την πύλη. Πολύ συχνά έκανα αυτή την εξυπηρέτηση, έγινα μεταφορέας.
Κάποια στιγμή, ο Ζαχαριάδης μου είπε να γραφτώ σε ομάδα εξωτερικών εργασιών. Την ομάδα αποτελούσαν περίπου 300 άτομα και δουλεύανε σε όλα τα εργοστάσια. Έτσι και έκανα, και βρέθηκα σε μία μικρή κωμόπολη, σε ένα στρατόπεδο μικρό μόνο με μία σειρά συρματοπλέγματος. Εκεί αναγκάστηκα να δουλέψω με φτυάρι, παράγαμε τσιμέντο, φόρτωνα και ξεφόρτωνα· ένα όχημα 60 τόνων γεμάτο με τσουβάλια 50 κιλών έπρεπε να το ξεφορτώσουμε τρία άτομα στη Βάρδια.
Όταν γνώρισα τον Ζαχαριάδη, στο στρατόπεδο, υποψιαζόμουν ότι μπορεί να ήταν σοβιετικός πράκτορας, γιατί μιλούσε άπταιστα ρώσικα. Και δεν μου έλεγε και πολλά πράγματα. Τα περισσότερα για αυτόν τα έμαθα αργότερα. Μετά το στρατόπεδο. Ο εγγονός μου βρήκε στοιχεία στο ίντερνετ για αυτόν, όταν του μίλησα για τον Ζαχαριάδη. Από το ίντερνετ μάθαμε ότι ήταν στη Σιβηρία κι ότι ξαναπαντρεύτηκε. Όμως, δεν μπορούσε να φύγει από εκεί γιατί ανοιχτά δεν συμφωνούσε με τη σοβιετική πολιτική σε πολλά πράγματα, και δεν απαγχονίστηκε μόνος του, τον απαγχόνισαν, Έτσι νομίζω. Επικοινωνούσε με τους Γερμανούς, αλλά μόνο με αυτούς που του χρειάζονταν, με Γερμανούς κομμουνιστές. Στο στρατόπεδο ήταν οι περισσότεροι κομμουνιστές, γιατί μόλις ήρθε ο Χίτλερ στην εξουσία έβαλε όλους τους κομμουνιστές στα στρατόπεδα. Όλους που ήταν ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό.

Δεν μου έλεγε αν είχε επαφή με έξω κόσμο, αλλά σίγουρα είχε με αυτούς που μπορούσαν να τον βοηθήσουν, να φέρουν τρόφιμα και φάρμακα. Τέτοιες ήταν οι επαφές του Ζαχαριάδη και όχι συνεργασία με τους ναζί. Ήταν μυστική η οργάνωση αυτή και γι” αυτό ήταν λογικό να μην ρωτάμε και να μην συζητάμε. Γνώριζα μόνο δύο άτομα από την οργάνωση, τον ίδιο τον Ζαχαριάδη και ένα φίλο του. “Ηταν ένας Αυστριακός, μιλούσε πολύ καλά γερμανικά, μιλούσε και ρώσικα, αλλά με λάθη. Κι αυτός κομμουνιστής. Δεν ήξερα ποιοι άλλοι ήταν, θα σας τα πω έτσι όπως μου τα είπε μία φορά ο ίδιος ο Ζαχαριάδης: «Εμείς παλεύουμε για να βοηθήσουμε τους κρατουμένους, για παράδειγμα με φάρμακα. Και εσύ πρόσεχε – μην το λες πουθενά. Και αν έχεις έμπιστους φίλους, πρόσεχε και αυτούς, μην λες τίποτα. Να παρατηρείς σε ποιούς μπορείς να μιλήσεις και σε ποιους όχι». Στρατόπεδο ήταν, φρικτό πράγμα, για μία λέξη μπορούσαν να σε σκοτώσουν.»

Αναδημοσίευση από ΔΡΟΜΟ της Αριστεράς