Μικρό αφιέρωμα στα 38 χρόνια απ’ τη δολοφονία του ΓΓ του ΚΚΕ απ’ τη σοσιαλφασιστική κλίκα των Μπρέζνιεφ – Φλωράκη
Στην επαναστατική του δράση ο Νίκος Ζαχαριάδης υμνήθηκε και τραγουδήθηκε από ποιητές και απλούς αγωνιστές. Δίνουμε παρακάτω ένα μικρό δείγμα:
ΌΛΟΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΣ ΠΟΥΜΕ
Όλοι το τραγούδι ας πούμε
το τραγούδι της δουλειάς.
Έφτασ’ η μεγάλη μέρα
ΖΗΤΩ ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΑ
Σκλάβοι της δουλειάς σηκώστε
το κεφάλι σας ψηλά.
Και τη δύναμή σας νιώστε
ΖΗΤΩ ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΑ
Όσα βλέπουμε μπροστά μας
απ’ τα χρόνια τα παλιά
στη δουλειά μας τα χρωστάμε
ΖΗΤΩ ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΑ
Ζήτω η κόκκινη σημαία
που στον άνεμο σκιρτά.
Έφτασε η μεγάλη μέρα
ΖΗΤΩ ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΑ
ΖΗΤΩ ο Λένιν και ο Στάλιν
ΖΗΤΩ ο κόκκινος στρατός
ΖΗΤΩ ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
του ΚΚΕ ο Αρχηγός
Ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΕΙΝ’ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ
Ζαχαριάδης είν’ ο αρχηγός
στο πρώτο κόμμα μας, εμπρός
η μπουρζουαζία πρέπει να χαθεί
για να ζει ο φτωχός λαός ζωή.
Τα νειάτα πρέπει να δουλέψουνε
το φασισμό να καταστρέψουνε
να φέρουν τον κομμουνισμό
στον σκλαβωμένο μας λαό.
ΤΟ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΛΥΓΑ
Το μπουντρούμι δεν τον λυγά
και η σκέψη τρέχει γοργά
στους συντρόφους που πολεμούν
απ’ τα κάτεργα για να βγουν
Φυλακή βαριά,
με φρουρούς θεριά
στα δεσμά κρατεί
Αρχηγό κι’ οδηγητή
Ζαχαριάδη αγωνιστή
βαρβαρότητας γκρεμιστή
μπράτσα μύρια σένα φρουρούν
λογισμοί σε σένα πετούν
Με τιμή κρατάς
τη σημαία μας
και στο φασισμό
ορθώνεις το Λενινισμό
Όρκο παίρνει ο δουλευτής
στ’ όνομά σου ο μαχητής
και χτυπάει τη μαύρη σκλαβιά
ν’ ανατείλει φως λευτεριά
Φυλακές γκρεμούν
τα δεσμά λυγούν
και στο κόμμα εμπρός
Ζαχαριάδης αρχηγός
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Σαν ποιό μαντάτο πέταξε κι’ άπλωσε τα φτερά του
Και σα βροχή που έπεσε στη γη τη διψασμένη
Σήκωσε άχνη νιότερη κι’ ανάσα δροσισμένη;
Εγύρισε ο αρχηγός , ο Νίκος Ζαχαριάδης
Εννέα χρόνια κάθουνταν στην φυλακή κλεισμένος
Και πάλι δεν ελύγισεν, δε ράγισε η ψυχή του
Δεν έσβισεν η φλόγα του, δε θόλωσεν ο νους του
Κι’ εγλύτωσ’ απ’ τη φυλακή κι’ από την εξορία
Χαίρεται ο κόσμος χαίρεται, κι’ όλοι οι καρατρεγμένοι
Χαίρεται ολ’ οι σύντροφοι, χαίρονται οι λαοκράτες
Και με τη μάνα του μαζί χαίρονται οι μανάδες
ΛΟΥΚΙΑ ΛΟΝΤΟΥ
Ριζοσπάστης, 5/6/1945, Σελίδα 2
ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Ολόρθος της αιώνιας νιότης το βάθρο πάτησες
και γεφύρωσες τ' αύριο με τ' άξια περασμένα
Όχι, δεν χάνονται ποτέ οι καιροί της επανάστασης
όταν αφήνουν πίσω τους ήρωες σαν και σένα.
Λεβέντικα εμβατήρια του θρύλου το πεντάγραμμο
σου φτιάχνουν οι Πρωτομαγιές κι οι μπόρες του χειμώνα.
Σε τραγουδάν στον ιερό για πάντα Γράμμο
αγέρηδες μεσούρανοι κι απόκρημνοι τ' αγώνα.
Εκεί που φώναξε ο λαός στον εισβολέα «Αλτ τις εί»
κάνοντας αντίσταση χρέος, θυσία και τάμα.
«Για μιαν Ελλάδα λεύτερη, δίχως καμιάν εξάρτηση»,-
έτσι όπως ζήτησες παλιά με τ' Ανοιχτό σου Γράμμα,
που πρώτα εσύ το τίμησες νικώντας μεγαθήρια
κι εχθρούς και Γιούδες στις ψηλές κορφές της ιστορίας.
Αυτόπτες είναι μάρτυρες τα τόσα κολαστήρια:
Κέρκυρα και Νταχάου - κι αυτό της Σιβηρίας...
Ας τραγουδούσαν οι αριθμοί: δίνοντας μάχες άνισες
μεσ' τα μπουντρούμια πέρασες του βίου σου το 'να τρίτο...
Ήσουν μπροστάρης μαχητής, του χρέους και της αυταπάρνησης
κι όχι απ' αυτούς που κυνηγάν το χρήμα και τα «ζήτω».
Στέκεις απόμακρο άγαλμα θαρρείς μιας σπάνιας αίρεσης
στον κόσμο το σημερινό της άπατης Απάτης.
Με το σπαθί σου κέρδισες τη δάφνη της δικαίωσης
σα δάσκαλος που πάντοτε πρώτος το νόμο εκράτεις.
Δένοντας μ' αρμονία σοφή τ' αύριο και το ψες...
«Ξέρει να ζει μονάχα αυτός που ξέρει να πεθαίνει
όταν χρειάζεται» -είχες πει στα νιάτα σου... Προφήτεψες
τη δύση σου την τραγική και την αντρειωμένη.
Πολέμησες στου παγερού Σουργκούτ τον άδη. Εσύ
αυτούς που κάναν τ' όνειρο και τις ιδέες σαβούρα.
Το θάνατο προτίμησες απ' τη δειλή παράδοση,
και Θερμοπύλες ύψωσες μπρος στην «Νομενκλατούρα».
Ολόρθος της αιώνιας νιότης το βάθρο πάτησες
και γεφύρωσες τ' αύριο με τ' άξια περασμένα...
Όχι, δεν χάνονται ποτέ οι καιροί της επανάστασης
όταν αφήνουν πίσω τους ήρωες σαν και σένα.
Α.Π. Αύγουστος 1998
Ωδή στο Νίκο Ζαχαριάδη
Νίκανδρου Κεπέση
Ήσουν, και παραμένεις
στις καρδιές μας
ξεχωριστός σύντροφε,
Νίκο Ζαχαριάδη!
Πάντα μπροστάρης ήσουνα
στη σκέψη και τη δράση
κι' ανέβασες τόσο ψηλά το κόμμα μας.
Ήσουν και παραμένεις
ζηλευτός και τόσο αγαπητός μας.
Ήσουνα ο ασύγκριτος
ένα κεφάλι απ' όλους πάνω,
πάμπολες, ως το απόδειξες, φορές.
Κύρια με το γράμμα σου
πούγραψες στην ασφάλεια, για
το λαό, το κόμμα σου.
Το γράμμα το γνωστό
σα φάρος που εφώτισε
το δρόμο της αντίστασης
το δρόμο του Αγώνα.
Να γιν' η Ελλάδα, ως έγινε
φρούριο κι' οχυρό...
Μα το κατόρθωμά σου
το τρανό
τ' όντις ξεχωριστό
θρύλος πούγινες, Νίκο μας!
είναι' η παλικαριά σου,
το θάρρος το αμίμητο -
π' όρθωσες το ανάστημα
στο ρεβιζιονισμό
και αποδείχτηκες
ηγέτης ο μοναδικός...
Με υψωμένο στάθηκες
το λάβαρο το ερυθρό
θερμά κι' ανυποχώρητα προάσπισες
το μαρξισμό-λενινισμό
τη συμβολή του Στάλιν!!!
Έμεινες ασυμβίβαστος
παρά τις όποιες στέρησες
κα τους αντίξοους καιρούς
στης Σιβηρίας το Σουργκούτ.
Έμεινες απροσκύνητος
λενινιστής διεθνιστής
υπόδειγμα λαμπρό
κομμουνιστή ηγέτη
μ' άφταστη γεναιότη.
Τούτο το λαμπρό σου μάθημα
σα δάσκαλος που δίδαξες
επαναστάτες
τι θα πει βέρος κομμουνιστής!
Νίκανδρος Κεπέσης
Αθήνα, 8.5.2000
Νίκος Ζαχαριάδης
Σαν διάττοντας αστέρας απ' τις φυλακές της Κέρκυρας
που φυλακισμένον σε είχανε, εσένα κι' άλλους ήρωες
συντρόφους, αντιφασίστες, κομμουνιστές,
πέταξες σαν φωτεινό άστρο, Ήλιος,
όταν τη χώρα και το λαό μας έσκιαζε ο ναζιφασισμός...
Όταν ο φόβος τ΄σκιαζε και τα πλάκωνε η σκλαβιά,
στις δύσκολες εκείνες μέρες και στιγμές, τα βαριά
σύννεφα του πολέμου, στις οροσειρές της Πίνδου, κατάμαυρα
απειλούσαν το λαό τούτης της γης, που λέγεται Ελλάδα!!!
Η λαίλαπα του φασισμού του Μουσουλίνι, που ερχότανε,
πέρα απ' αυτή στο εσωτερικό του Μεταξά, και των
χιτλερικών ναζιφασιστών... Εσύ, Νίκο, σαν Ήλιος,
σαν αστέρας πέταξες στον ουρανό, γράφοντας στο διάβα σου
το γαλανό, «θάνατος στο φασισμό» όλη η Ελλάδα στο πόδι,
όλη η Ελλάδα πολλά ταμπούρια και πολεμίστρες, όλη η Ελλάδα
ένα ταμπούρι με μια ψυχή και μια καρδιά, ενάντια
στη νέα βαρβαρότητα και τη σκλαβιά!!!
Σαν ένας αετός, μέσα απ' τα κάτεργα του Μεταξά
(που κι αυτός σε παραδέχτηκε) έφερνες το μήνυμα στους
πατριώτες Έλληνες «όχι στον φασισμό - όχι στο ναζισμό»!!!
Το μήνυμα που έστειλες το έλαβαν κι' άλλοι λαοί της Ευρώπης
και οι σκλαβωμένες χώρες του, οι μακί κι' οι παρτιζάνοι!
Εμπρός, είπαν κι' αυτοί απ' την αθάνατη Ελλάδα,
έρχεται πάλι φως! Εμπρός αγώνας και πάλι αγώνας
για λευτεριά κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι' ειρήνη!
Το μήνυμά σου, Νίκο, διάττοντας αστέρας λαμπερός,
πέρασε κόκκινος και ξεπέρασε τους ουρανούς της αδούλωτης
χώρας μας κι' έφτασε στους άλλους λαούς της Ευρώπης
που δεν πίστευαν στο θαύμα του λαού και όχι του Θεού
κι' είπαν εμπρός τα όπλα ας αρπάξουμε ενάντια στο φασισμό
και τον χιτλερισμό!...
Ένα γράμμα πύρινο μεταλαμπάδευσε καρδιές και νου,
έδωσε κουράγιο και θέληση χωρίς μέτρο ο λαός μας να
παλαίψει τον φασισμό και το πέτυχες! Κι' ύστερα πάλι
ο λαός μας, γνωρίζοντας πως σ' άλλα κάτεργα ήσουνα,
κάπου εκεί στο Νταχάου, παλεύοντας συνεχώς τα βράδια,
κοίταζε τον αστέρα σου να δει στον ορίζοντα, ψηλά στον
ουρανό, με το μήνυμα το δικό σου πια «Νίκο νικήσαμε»!
Αλλά απ' την πίσω πόρτα οι βρωμοεγγλέζοι έκλεψαν την νίκη!!!
Φάγαν τον πρωτοκαπετάνιο!!!
Ο ένδοξος λαός μας, όλα τάδωσε κάνοντας μια και δυο
και τρεις έφοδο στον ουρανό!... με οδηγό το δικό σου φως
(το μαρξισμό-λένινισμό-σταλινισμό!).
Ακόμα μια φορά σαν διάττοντας αστέρας, Ήλιος το έδειξες
διαγράφοντας ακόμα μια τροχιά στους λαούς όλου του κόσμου
πως ο φασισμός μ' όποιο πρόσωπο κι' όποιες μορφές
κι' αν προβάλλει, κι' έρχεται λαούς και χώρες να σκλαβώσει,
δεν είναι ανίκητος... Τόσο απ' τα κάτεργα της φυλακής της
Κέρκυρας, του Νταχάου και του Σουργκούτ της Σιβηρίας,
είναι ευάλωτος και νικημένος, γιατί οι διάττοντες αστέρες
σαν κι' εσένα είναι πολλοί! Είναι οι λαοί του κόσμου
με πρωτοπόρους τους εργάτες, τους εργαζόμενους και τις
γυναίκες!!!Και την νεολαία!!! Είναι το φως! Και το φως κι' ο
Ήλιος δεν φυλακίζονται κι' ούτε στραγκαλίζονται!!!
Άρης Κόζιακας
Αθήνα 1.5.2000
Χαίρε Νίκο Ζαχαριάδη!
«Η υπόθεσή μας είναι δίκαιη, η νίκη θα 'ναι με το μέρος μας» Ι.Β. Στάλιν
Επαναστάτης μέγας στους αγώνες.
Θα ζεις. Θα σ' αγαπάει ο λαός.
Άστρο του κομμουνισμού μες στους αιώνες.
Ήλιος στις καρδιές μας λαμπερός.
Το Ηρωικό σου Γράμμα το Σαράντα
πανεγερτήριο σάλπισμα της λεβεντιάς.
Θε να φλογίζει τις ψυχές μας πάντα,
καμίνι ιερό λυτρωτικής φωτιάς.
Πάλι μας σήκωσες αντρειωμένα
για το γενναίο Δημοκρατικό Στρατό
Ελλάδας μ' άλλους αδελφούς μαζί και μένα.
Το μετερίζι μου ακόμα το κρατώ.
Συ του λαού μας ήρωας προστάτης
μ' απέραντη αγάπη σου χρυσή.
Ο Στάλιν: «Να, ο μεγάλος επαναστάτης!»
Πρώτος κατακεραύνωσες το Χρουστόφ εσύ.
Τριγύρω σου θεριά, το ξεροβόρι.
Μα συ στητός στην κάθε αναποδιά.
Δε συ λυγίζουνε εχθροί μοβόροι.
Συ ύψωσες σαν Ντάγκο στην καρδιά.
Απάν από καιρούς, πολέμους, χρόνια,
Νίκο, τρεις φασισμούς ποδοπατάς.
Μπουντρούμια, κάτεργα και καταφρόνια.
Συ κεραυνούς του δίκιου μας κρατάς.
Μα σαν τον Ρήγα το Φεραίο σένα
στην Σιβηρία εκεί την παγερή
σε πνίξαν δολοφόνοι, κτήνη ξένα,
CIA, Χρουστσοφοδήμιοι στυγεροί.
Τι τρέμαν το δικό σου άγιο δίκιο,
που πάλευες για το λαό σκληρά,
ορθός με ηρωισμό και πνεύμα αντρίκιο,
τσακίζοντας σκλαβιά και συμφορά...
Τώρα το Κόμμα μας σμπαραλιασμένο
απ' τους προδότες, το χρουστσοφισμό,
με το λαό στους ξένους πουλημένο
βορά στο λύκο-καπιταλισμό.
Δουλοφορνύνης Δήλωση Φλωράκη:
«Όχι βία στους εχθρούς, υποταγή»,
που πρόσταξαν οι ντόπιοι, ξένοι δράκοι.
Ζαχαριάδης: «Γράμμος! Μ' όπλων την κλαγγή!»
Ξανά οι προλετάριοι κι' οι ξώμαχοι
για το ψωμί, το φως, τη λευτεριά
με λαοθάλασσες θα ξεχυθούν στη μάχη
ενάντια στου κεφαλαίου τα θεριά.
Στον Περισσό πορτρέτο σου κανένα.
Και νιώθουν οι εχθροί καλά και γκουτ,
σου σ' αλυσόδεσαν φρικτά εσένα
στην Κέρκυρα, Νταχάου και Σουργκούτ.
Σαν μαχητής σου, Νίκο το δηλώνω:
για του λαού τη λευτεριά θα πολεμώ.
Οπλίζεις συ την τόλμη μας, τον πόνο
να φέρουμε τον ζείδωρο σοσιαλισμό.
Η Νέα Τάξη ΗΠΑ, σάπιοι θρόνοι
θα σαρωθούν γοργά απ' τους λαούς.
Συ, Νίκο, πλάι στον Κολοκοτρώνη
θα ζεις μ' επαναστάτες μας θεούς.
Σε σκότωσαν το Κόμμα ν' αφανίσουν.
Τα νιάτα θα το χτίσουν πιο γερά!
Εσύ λεβέντης Αρχηγός μας ήσουν.
Μας δίνεις θάρρος, δύναμη, φτερά.
Δημήτρης ΠΑΝΟΣ
19.6.2001
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
Μας παίρνουν τα φτερά τ' αεροπλάνου-
Πίσω η Πράγα -μπρος η Βουδαπέστη.
Νάσαι πουλί ή σύννεφο -γιατί όχι ...;
Εξαίσιο πράμα είναι, δίχως άλλο.
Μα εμέ η χαρά μου -άνθρωπος που είμαι
Και αγαπώ της γης με τέτοια αγάπη
Που άλλη δυνατότερη δεν είναι.
Ίσως γιατί, κάθε φορά που φεύγω
Κ' είτ', ακουμπώ στην κουπαστή του πλοίου
Ή σ' αεροπλάνο σκύβω φιλιστρίνι
Κι όλο και ξεμακραίνω από τη γη μου-
Ίδια μια θλίψη πάντα με τυλίγει
Σαν κείνο το πρωί -θυμάσαι αγάπη; ...-
Κει στη Σταμπούλ, που στο μικρό σου χέρι
Εγλίστρ' απ' το δικό μου, μπρος στην πόρτα...
Μια ελληνοπούλα τώρα μ' αγκαλιάζει.
Σαν τρυφερό ελιοκλώναρο τα χέρια
έχουν τυλίξει γύρω το λαιμό μου
και με κοιτάει στα μάτια και ρωτάει:
"Μπάρμπα, πότε θα γίνει στην Ελλάδα
και στα δικά σας μέρη, στην Τουρκία
αυτό που γίνεται στην Ουγγαρία;
Πότε θα 'ρθει η σειρά μας, τα παιδάκια
να προσκαλέσουμε της Ουγγαρίας
να δουν και τη δικιά μας την πατρίδα;"
Πότε λοιπόν;... Τ' ακούς ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ,
πως τα παιδιά μας ανυπομονούνε
και δεν κρατιούνται; Πρέπει να βιαστούμε.
(Ναζίμ Χικμέτ, Απόσπασμα απ' το ποίημα "Ταξίδι στην Ουγγαρία". Δημοσιεύτηκε στη "Λιτερατούρναγια Γκαζέτα" της 30.5.53)
Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης
Γιάννη Ρίτσου
Ήρθες απ' του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ' τη δεκάχρονη σκλαβιά
όπως έρχεται ο ήλιος απ' την πόρτα της νύχτας.
Ήρθες μ' ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελο σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Ήρθες χωρίς παράτες με τα σκονισμένα σου μαλλιά
καθώς κ' Εκείνος μπήκε στα Ιεροσόλυμα με σκονισμένα ματόκλαδα
δίχως σημαίες και δίχως τύμπανα πάνου σ' ένα άσπρο γαϊδουράκι
κρατώντας μες στο φωτεινό του χέρι ένα κλαδάκι πικροδάφνη.
Οι σύντροφοι σου δεν ξέρανε τίποτα
ψάχναν ακόμη τα τηλεγραφήματα τους να σε βρουν
ψάχναν τα χελιδόνια μας μες στις καμένες πολιτείες του πολέμου
ανάμεσα στα εξοχικά τοπία όπου σκουριάζουν σκελετοί των σιδερόδρομων
ανάμεσα στα καπνισμένα χαλάσματα και στις ξεδοντιασμένες γέφυρες
ψάχναν να βρουν τη μυγδαλιά τους μες στα μάτια σου.
Οι σύντροφοι σου ακόμα δεν ξέρανε τίποτα
μα ένας αγέρας φύσηξε σαν απ' τη θάλασσα
πλατάγισαν απάνου στα τραπέζια οι "Ριζοσπάστες"
έτσι που πλαταγίζουνε τα πεύκα της ακρογιαλιάς όταν τα ξεφυλλίζει ο μπάτης
απάνου στα βιβλία των φοιτητών ζυγιάστηκε ένα κόκκινο πουλί
απάνου στην Καισαριανή σαλέψανε τα κυπαρίσσια
στο Σκοπευτήριο εκεί τα κυπαρίσσια ετούτα που άκουσαν
να τραγουδάνε του Ζαλόγγου το Χορό οι διακόσιοι Ακροναυπλιώτες
πάνου στο μαύρο τσεμπέρι μιας γριάς συντρόφισσας της Θεσσαλίας
έπαιξε η γραμμωτή αντηλιά μαλαματένιες έγνοιες
οι αγρότες άφησαν για μια στιγμή τ' αλέτρια τους και μονομιάς μυρίσαν τον ορίζοντα
σα να ξεκλείδωνε ένας άγγελος μες στο γαλάζιο μια καινούργια πόρτα
οι φυλακισμένοι σήκωσαν τα κεφάλια τους
και χαιρετήσανε την πεταλούδα της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο κάγκελο του παράθυρου
οι σύντροφοι ξεδίπλωσαν φανερά μες στα τραμ την εφημερίδα τους
σα να ξεδίπλωναν το μέτρο της αντρείας για να μετρήσουνε τον κόσμο
κι ο μπάρμπα - Γιώργος χτύπησε το χαρτονένιο του τσαρούχι στο πανί του Μόλα
σάμπως να οσμίστηκε κάποιο μαντάτο "ωρέ ζαγάρια" στον αγέρα.
"Κάποιος στέκει στην πόρτα". Ένας φαντάρος".
Κι όπως το παιδί πάνου από τα κλειστά του βλέφαρα
νιώθει να κρέμεται σαν άστρο το χαμόγελο της μάνας του
κι όπως ο ποιητής που σεργιανάει στην εξοχή το απόβραδο
κι όλος ο κόσμος μες στον ίσκιο του τραβάει ανάλαφρος μπροστά του
νιώθει πίσω απ' τη ράχη του το απέραντο καλοκαιριάτικο φεγγάρι δίχως να το βλέπει
έτσι το νιώσαν πριν σε δουν οι σύντροφοι
πως ήσουν συ που στεκόσουν στην πόρτα απ' όξω
με το χοντρό στρατιωτικό σου αμπέχωνο με τις μεγάλες τσέπες σου
ολόγιομες απ' την καρδιά μας.
Και βούιξαν μες στους δρόμους της Αθήνας μας τα παραρτήματα του Ριζοσπάστη
οι τυπογράφοι ανέβηκαν να χουφτώσουν το χέρι σου με δάκτυλα μουντζουρωμένα
ο μπάρμπα - Σιάντος σάρωσε με το μουστάκι του την τελευταία σκιά απ' το κούτελο σου
οι συντάκτες βουτήξανε την πέννα τους μες στην ψυχή τους
άνοιξαν οι καρδιές και τα πορτοπαράθυρα στις συνοικίες
ένα δάσος γροθιές τραντάχτηκε συθέμελα
στο δρόμο αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν τα μέλη του Κόμματος
οι προλετάριοι τινάζαν τα όνειρα τους στον αγέρα σαν σημαίες με σφυροδρέπανα
κ' οι γριούλες με δυο αχτίνες βάγια στέκονταν μπροστά στης Δραπετσώνας το περβάζι.
Και γιόρτασε το φως σου ακέριος τούτος δω ο λαός.
Πού 'παιζε τη ζωή του ολημερίς κορώνα-γράμματα για το χατήρι της πεντάμορφης της Λευτεριάς
πού 'παιζε με το Χάρο καρπαζιές τέσσερους χρόνους μπρος στα μάτια του ήλιου
ετούτος δω ο λαός που δούλεψε την ψυχή του σαν το σίδερο μες στη φωτιά
όπως εδούλεψε ο κουτσός θεός έναν καιρό του αδάμαστου Αχιλλέα την ασπίδα.
Απόψε γιόρτασε το φως σου η Ρωμιοσύνη
το δείλι φόρεσε την κόκκινη γραβάτα του
η Ακρόπολη φόρεσε το κόκκινο φουστάνι της
ο γήλιος έβγαλε την τραγιάσκα του και σκούπισε τον ίδρωτά του
και μια μικρή συντρόφισσα σκαρφάλωσε στα κεραμίδια της χαράς μας
κ' έβαλε την εικόνα σου στην πιο αψηλή καμινάδα της ελπίδας.
Αργά τη νύχτα
σαν κατακάθησε η βουή των δρόμων
ακούσαμε το βήμα σου με τις χοντρές αρβύλες
απάνου σ' όλα τα λιθάρια απ' άκρη σ' άκρη σ' όλη την Ελλάδα μας
διαβάσαμε για χιλιοστή φορά το γράμμα σου μες στην καρδιά μας
κ' ενώ γλιστρούσε ο γαλαξίας απ' τα παράθυρα
μες στα κελιά των φυλακών σκυμμένοι οι δημοκράτες
σου γράφαν με ανοιχτά κι αδέξια γράμματα
πάνου σ' ένα χοντρό λαδωμένο στρατσόχαρτο:
«Αρχηγέ μας
καλώς μας ήρθες απ' τα πέρατα του πόνου και της δόξας
στη ματωμένη μας πατρίδα καλώς ήρθες.
Απ' δω μέσα σύντροφε σου σφίγγουμε το χέρι
κι από δω μέσα σύντροφε σου δίνουμε τον όρκο μας
να πολεμάμε για το φως και για το δίκιο
καθώς πολέμησες και συ λεύτερος πίσω απ' τα κάγκελα καθώς μας έμαθες εσύ να πολεμάμε
με το σπαθί της λευτεριάς ακονισμένο στην καρδιά σου
ακονισμένο στην καρδιά σου πούναι και καρδιά μας»
..................................................................................
Τόσα χρόνια σ' ακολούθαγε η ψυχή μας
όπως ακολουθάει ο ίσκιος τον άνθρωπο που τραβάει κατά τον ήλιο
όπως και συ ακολούθαγες τον πιο βαθύ ρυθμό της γης και του ήλιου.
Τόσα χρόνια μοιραστήκαμε το καρβέλι του πόνου σου
απάνου στο γυμνό τραπέζι της εξορίας όπου έφεγγε του λόγου σου ο λύχνος
μοιραστήκαμε το κελί σου της Κέρκυρας
όταν πρόσμενε η Ελλάδα μαζί με τη μάννα σου πιασμένες απ' το χέρι μπρος στα κάγκελα
να σ αφήσουν κρυφά μες στη φούχτα σου ένα μικρό χαρτάκι με λίγο χώμα καλοκαιριάτικο
με λίγη δροσιά απ' τα μάτια τους με δυο πράσινα φύλλα απ' της αυγής το δυόσμο
με δυο φρέσκα αστέρια μόλις κομμένα απ' το κλωνάρι της αγάπης μας.
Μοιραστήκαμε το στενό κρεβάτι της αγρύπνιας
το λίγο αγέρα του Τμήματος Μεταγωγών
γυμνάζοντας τα πνεμόνια μας για τη μεγάλη ανάσα της οικουμένης
δοκιμάζοντας τα σπλάχνα στη λαχτάρα της μεγάλης απόφασης
σαν τα φτερύγια των δελφινιών πίσω από το πολεμικό καράβι.
Μαζί σου ξεφυλλίσαμε ξανά το "Δωδεκάλογο του Γύφτου"
μαζί σου περπατήσαμε ξανά τον κόσμο όλο
και ξεφυλλίσαμε σελίδα τη σελίδα όλο τον ουρανό τη γη τη θάλασσα
ξεφυλλίσαμε το ποτάμι της Αλαμάνας και τα χάλκινα βουνά της Μακεδονίας
σαν ένα θαυμαστό βιβλίο με του ήλιου τ' απομνημονεύματα
που τόγραψε ένας άγγελος ρωμιός με το τριπλό καλέμι
του Αισχύλου του Φεραίου του Μακρυγιάννη.
Πάνου στα βράχια των ξερόνησων που έσπαγε ο πυρετός της θάλασσας
κ' οι γλάροι ανεμοδέρναν τα τεφτέρια τους πάνου από τη νερένια μοναξιά της
σαλπίζοντας την τόλμη τους μέσα στην πράσινη αστραπή της θύελλας
κάτου στα υπόγεια των φυλακών πάνου στους μουχλιασμένους τοίχους
μες στα μπουντρούμια και στα ογρά απομονωτήρια
ενώ από πάνου με χοντρά καρφιά κάρφωναν τη σιωπή τα βήματα του δεσμοφύλακα
πάνου στα βράχια και τις πόρτες και τους τοίχους
σκάλισαν οι φυλακισμένοι μας σύντροφοι με τα νύχια τους
φαρδύ-πλατύ το κόκκινο όνομα σου μες στο κάδρο ενός μεγάλου σφυροδρέπανου
σάμπως τρικάταρτο καράβι λευτεριάς μέσα σε υδραϊίκο λιμάνι
δίπλα σε μια λαϊκή καρδιά που την τρυπάει το τόξο
δίπλα στο "αχ-βαχ" της πέρφανης και πικραμένης Ρωμιοσύνης
πάνου από τις υπογραφές των μελλοθάνατων
σα μια σφραγίδα φως απάνου στο σταχτί κατεβατό του νέου μαρτυραλόγιου
Όταν τις νύχτες το φεγγάρι περπάταγε σαν τη γάτα στα κεραμίδια τη λύπη μας
είτανε το δικό σου χέρι που άναβε μονομιάς το φως κ' έβαζε το ρολόι μας στη σωστή του ώρα
όταν το φεγγάρι αγκιστρωνότανε στα γένια των ανταρτών μας
είτανε το δικό σου μάτι που αγρυπνούσε πάνου από την τριγωνική εγκοπή
είτανε το δικό σου δάχτυλο σφηνωμένο στην σκανδάλη του δίκιου
όταν τις νύχτες οι μητέρες μετρούσαν τα παιδιά τους και βρίσκαν πως τους λείπει το ένα
είτανε συ που τους έλειπες μακριά-μακριά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
όταν τ' αγόρια μας καθάριζαν τα ντουφέκια τους στα προαύλια της δόξας
είτανε συ που δεν έλειπες κοντά-κοντά μαζί τους στην ψυχή και στον αγώνα.
Αστέρι-αστέρι οι Ελασίτες μας γράψαν στον ουρανό τα λόγια σου
αστέρι-αστέρι γράψανε το λόγια σου στην πράξη
αστέρι-αστέρι φούντωσε η άνοιξη της Αντίστασης
μέσα στην πράξη και στο λόγο σου που διάλεξες απ' το μεδούλι του λαού μας
Κι ως τόπες σύντροφε έτσι κ' έγινε -
ο κάθε βράχος κάθε ρεματιά κάθε χωριό ταμπούρι
καλύβα με καλύβα η κάθε πόλη με το σπίτι
ο κάθε δρόμος με το δρόμο η κάθε πέτρα με την άλλη πέτρα
χέρι με χέρι και καρδιά με την καρδιά
ορθά μπαϊράκια λευτεριάς του αγώνα καραούλια.
..................................................................................
Τώρα μας ήρθες σύντροφε όπως φτάνει ο ήλιος απ' την πόρτα της νύχτας
να φυτέψεις στο χώμα και στα στήθια μας τους σπόρους των άστρων που σύναξες
απ' όλες τις νύχτες να περπατήσεις τους μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους της Αθήνας
που ακόμα εχτές τους δρασκελούσε η Λευτεριά
λάμποντας το ντουνιά ως την άκρη με την "τρομερή κόψη" της σπάθας της.
Τώρα μας ήρθες σύντροφε μ' ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με κείνο το χαμόγελο που κρέμασε με τα ίδια της τα χέρια η Λευτεριά στα χείλη σου
μόνο με το χαμόγελο σου το βαθύ στα χείλη της βαθειάς πληγής μας
μόνο με τη μεγάλη σου καρδιά γιομάτη απ την καρδιά μας
και πάνου στο σεμνό σου στήθος μοναχό παράσημο
δεμένο απόνα γαλανόλευκο λουρίδι
το κόκκινο χαμόγελο όλου του λαού μας
ο κόκκινος όρκος του.
Ήρθες.
Και κάπου εκεί στην Κοκκινιά σ' ένα καλύβι ασβεστωμένο
που η μάντρα του δέκα βολές γαζώθηκε απ' το ντουφεκίδι
που η πόρτα του δέκα βολές βάφτηκε μ' αίμα απ την κορυφή ως τα νύχια
και κάπου εκεί σ' ένα καμένο σπίτι στα Καλάβρυτα που απόμειναν στους μαύρους τοίχους του όλο-όλο τρία γράμματα
αυτά μονάχα-. Κ.Κ.Ε.
σαν το μονόγραμμα της λεβεντιάς σαν τρία κόκκινα άστρα
τρεις παπαρούνες της δικιάς μας άνοιξης
και κάπου εκεί σ' ένα καλύβι σιωπηλό της αντρειωμένης Ρούμελης
σ' ένα καλύβι του Μωριά σ' άλλο της Ήπειρος
ένας λεβέντης λέει: "νιώθω τα μπράτσα μου πιο δυνατά"
ένα κορίτσι λέει: "νιώθω το γαίμα μου πιο κόκκινο"
ένα παιδάκι λέει: "νιώθω δυο σπιθαμές ψηλότερος"
μια χήρα μάννα μες στα μαύρα σκύβει πάνου απ' τα ορφανά της
και λέει σφουγγίζοντας τα μάτια της: "ήρθε ο πατέρας σας παιδιά μου"
κι η Λευτεριά σου λέει: "καλώς το παιδί μου"
κ' εγώ σου στέλνω τούτο το τραγούδι απ' την ψυχή ολονώνε μας
για να σου πει το "καλωσόρισες" αδέλφι της ψυχής μας.
Αθήνα. Μάης 1945, Γιάννης Ρίτσος
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Ο Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης εξοντώθηκε εξόριστος στο Σουργκούτ της Σιβηρίας την 1 Αυγούστου 1973
Μαύρη μέρα στους συντρόφους ξημερώνει
και τρομάξανε όλοι μαζί
ο Νίκος Ζαχαριάδης πεθαίνει
δίχως κανείς να τον δει
μακρυά απ’ την όμορφη πατρίδα
απ’ τους συντρόφους, φίλους και παιδιά
την πρώτη Αυγούστου ο Νίκος μας φεύγει
η καρδιά του σταματά να χτυπά
Όπως αρπάζει ο λύκος το κριάρι
με το στόμα το σέρνει στη γη
έτσι οι ξένοι τον αρπάξαν
τον θάψαν μονάχοι αυτοί
Μήδε κανείς να βρεθεί να τον κλάψει
ούτε στον τάφο στεφάνι να μπει
οι σύντροφοι πια όταν μάθαν
τον έκλαψαν όλοι μαζί
Όλη τη ζωή του αγώνα, θυσίες
φυλακές, εξορίες βαριά
μέρα νύχτα η καρδιά του πονούσε
για το κόμμα και για την Λευτεριά
Δεν θάνε μακρυά η ημέρα εκείνη
στο μνήμα στεφάνι να μπει
και με γράμματα θα γράψει
Ζαχαριάδη Νίκο αγωνιστή
Τασκέντη 3.8.1973
ΑΧΙΛΛΕΑ ΦΑΣΟΥΛΑ
Νίκος Ζαχαριάδης Η απομόνωση του Νίκου Ζαχαριάδη στο Βόρειο Καζαχστάν
Γιάννη Καρουλα
Η συντροφιά σου να σ' ανταμώσει ενεργεί
κάνει ότι μπορεί για να σε δει
κινείται ψάχνει κι' ερευνά,
σε μέρος άγνωστο σ' αναζητά
προσπαθεί το απομονωτήριο να βρει
να πάρει μαζί σου επαφή, να συνδεθεί.
Μα δεν το κατορθώνει, αδυνατεί
και δεν μπορεί στα ίχνη σου να μπει
τι σ' έχουν σε απομόνωση αυστηρή
οι δήμιοι χρουτσωφικοί.
Τ' άγριο μάτι τους άγρυπνο σε Παρακολουθεί
για να μην πάρεις με τους συντρόφους σου επαφή,
μην αποδράσεις, μην αφήσεις το κελλί
και το σχέδιο τους ανατραπεί...
Και τότε... υπόλογος ποιος θα βρεθεί
για ν' απολογηθεί;
Γραμμένο στην Τασκέντη στα χρόνια εξορίας του Ζαχαριάδη